Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Ο Παιδαγωγός Μ. Παπαμαύρος- Από την αστική στην σοσιαλιστική παιδαγωγική



Εισαγωγή

Ένας από τους πιο σημαντικούς παιδαγωγούς του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, ο οποίος με το θεωρητικό και πρακτικό έργο του συνοδοιπόρησε στην προσπάθεια αναμόρφωσης της ελληνικής εκπαίδευσης για την αγωγή και μόρφωση των μαθητών και συνάμα αποτέλεσε με τις ιδέες του σημαντική παράμετρος της ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, είναι ο Μιχάλης Παπαμαύρος.
Πρόσωπο τραγικό στο επίπεδο της μοίρας που του επιφύλαξε η ζωή[1] έδωσε κάθε δυνατό αγώνα για την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής εκπαίδευσης υπό την επίδραση του κινήματος της Μεταρρυθμιστικής αγωγής στην Γερμανία στην οποία και σπούδασε. Μαζί με το Δημήτρη Γληνό και τον Αλέξανδρο Δελμούζο στοχεύουν στην άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων και την κοινωνική αναμόρφωση.[2]
Η έκφραση των παιδαγωγικών και κοινωνικών του ιδεών παρουσιάζουν μια εξελικτική πορεία από την αστική στην σοσιαλιστική-μαρξιστική παιδαγωγική αντίληψη, την οποία θα παρακολουθήσουμε ερευνητικά για να εντοπίσουμε τις διαφοροποιήσεις στις αντιλήψεις του για την παιδαγωγική και το διδακτικό έργο στα πλαίσια των κοινωνικών συνιστωσών. Θα αντλήσουμε τις αρχές της σοσιαλιστικής παιδαγωγικής από βιβλίο που έγραψε λίγο πριν τον θάνατο του και έχει τίτλο «Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής».


Το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο (τέλη 19ου αιώνα – αρχές του 20ου αιώνα)

Ο Μ. Παπαμαύρος γεννιέται στα τέλη του 19ου αιώνα[3] και μορφώνεται ως επιστήμονας - παιδαγωγός στη Γερμανία στις αρχές του 20ου αι. Την περίοδο εκείνη συμβαίνουν μια σειρά από οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και επιστημονικές εξελίξεις. Οι εξελίξεις αυτές θα τον επηρεάσουν καταλυτικά στο να διαμορφώσει τις προσωπικές του και επιστημονικές του απόψεις.
Στο τομέα της οικονομίας, γίνεται λόγος για δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Η βιομηχανία καθίσταται πρωταρχικός παράγοντας της οικονομικής λειτουργίας στις ανεπτυγμένες χώρες και επηρεάζει τις οικονομικές εξελίξεις και στις υπόλοιπες. Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις συγκεντρώνονται σε μεγάλες μονάδες και οδηγούνται σε γιγαντιαίες συσπειρώσεις. Σημειώνονται μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα προκειμένου οι πληθυσμοί αυτοί να απορροφηθούν ως εργάτες στις βιομηχανίες.[4]
Πολύ συχνά η εργασία του ανθρώπου μηχανοποιείται σε τέτοιο βαθμό που δεν του προσφέρει πλέον καμία ευχαρίστηση. Τα επιτεύγματα της τεχνολογίας προκαλούν ίλιγγο αλλά και μεγάλες καταστροφές, με κορύφωση τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο άνθρωπος αρχίζει, πλέον, να δυσφορεί μέσα στο ανοίκειο γι’ αυτόν κλίμα μηχανοποίησης της ύπαρξης του. Είναι η εποχή κατά την οποία αναπτύσσεται η συνείδηση ότι η ανάπτυξη της εξωτερικής ζωής του ανθρώπου απειλεί βαθειά την εσωτερική ανθρώπινη ύπαρξη. Νοσταλγεί ο άνθρωπος την πρωτογενή ζωή, τις παραδοσιακές μορφές, την εσωτερικότητα, την ατομική διαμόρφωση της ζωής, την φυσική ανάπτυξη των δυνάμεων του και τέλος τη ζωντανή ολότητα. [5]
Καθώς ολοκληρώνεται προοδευτικά η αστικοποίηση μεγάλου μέρος των πληθυσμών δημιουργούνται πρωτόγνωρες συνθήκες ζωής. Οι νέες αυτές συνθήκες απαιτούν από το άτομο συνείδηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του που απορρέουν από το κοινωνικό σύνολο.[6]
Στον επιστημονικό τομέα σημειώνεται μια σειρά από επιστημονικές εξελίξεις οι οποίες δημιουργούν ένα νέο πλαίσιο ανάγνωσης του κόσμου. Η κβαντική θεωρία του Planck και η θεωρία της σχετικότητας του Einstein ανοίγουν νέες προοπτικές. Η ύλη που πιο πριν θεωρούνταν ουσία στην οποία ήταν αδύνατο να εισχωρήσεις κανείς, με την πρόοδο των φυσικών επιστημών εκλαμβάνεται πλέον ως ενέργεια. Η Βιολογία και η Ψυχολογία απομακρύνονται από μηχανιστικές προσεγγίσεις. Η ζωή πρέπει να μελετηθεί ως ολότητα. Η έρευνα δεν περιορίζεται στα ερεθίσματα των αισθήσεων αλλά προχωράει στο βάθος. Στην ψυχολογία ερευνάται το ασυνείδητο (Freud).[7]
Παρόμοια στροφή πραγματοποιείται και στη φιλοσοφία. «Η φιλοσοφία της ζωής» επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την πνευματική ζωή στις αρχές του 20ου αιώνα. Στρέφεται ενάντια στη νοησιαρχία η οποία εμποδίζει την πολύπλευρη βίωση της ζωής έχοντας ως βασικές προϋποθέσεις την ατομικότητα, τη ζωή σε αρμονία με τη φύση, την ελευθερία του ατόμου. Εξίσου χαρακτηριστική με τη φιλοσοφία της ζωής είναι υπαρξιακή φιλοσοφία η οποία στρέφει το ενδιαφέρον της εποχής στον στο εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου αναζητώντας τον τρόπο να διαφυλαχτεί η βαθύτερη ύπαρξη του από τον γιγάντιο τεχνολογικό μηχανισμό.[8]
Την περίοδο, λοιπόν, αυτή αναπτύσσεται στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη το κίνημα της «Νέας Αγωγής». Σημαίνουσα θέση στο κίνημα αυτό καταλαμβάνει ο J. Dewey για τον οποίο η μάθηση μέσω της πράξης (learning by doing) με στόχο την απόκτηση γνώσεων απ’ το ίδιο το παιδί αναδεικνύεται σε βασική διδακτική αρχή.
Για τον Dewey τρεις είναι εκείνοι οι παράγοντες που αποτέλεσαν την πηγή της θεωρίας του. Η δημοκρατία είναι το μεγάλο ζητούμενο στην παιδαγωγική θεωρία του. Η δημοκρατία θεωρημένη όχι μόνο ως μορφή πολιτεύματος αλλά και ως γενικός τρόπος ζωής και ανθρώπινων σχέσεων αμοιβαιότητας Οι επόμενοι δύο παράγοντες είναι από τον χώρο των επιστημών. Ο πρώτος συνδέεται με την επίδραση που άσκησε η νεότερη τότε επιστήμη στην παιδαγωγική σκέψη. Προέρχεται από τη βιολογία και αναφέρεται στη θεωρία της εξέλιξης των ειδών του Δαρβίνου, από την οποία αντλεί συχνά επιχειρήματα προκειμένου να διαμορφώσει πορίσματα για την παιδαγωγική. Ο δεύτερος παράγοντας αναφέρεται στην ανάλυση της επιστημονικής μεθόδου, η οποία παίζει έναν πολύ σπουδαίο ρόλο, στον πραγματισμό (ωφελιμισμό) του Ντιούι.[9] Με την έννοια ότι η αξία κάθε ιδέας μετριέται με την χρησιμότητα της στη ζωή και με τις πρακτικές της συνέπειες.[10]
Ο Γερμανός παιδαγωγός G. Kerschensteiner  επηρεάζεται από τις φιλοσοφικές θέσεις του Dewey αφού παρακολούθησε τις παιδαγωγικές και διδακτικές του προσπάθειες στο Σικάγο.
Στην Ελλάδα, οι αρχές της Νέας Αγωγής εισάγονται από τον Δ. Γληνό και τον Α. Δελμούζου οι οποίοι σπουδάζουν στη Γερμανία και συνδέουν την Νέα Αγωγή με την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση.[11]
Όταν η Ελλάδα μπαίνει στον 20ο αιώνα, έχει μόλις βγει από μια ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η οικονομική κατάσταση είναι κακή και το πολιτικό σύστημα περνάει μια μεγάλη κρίση.[12]



Ο Μ. Παπαμαύρος στη Γερμανία - Από τον Έρβαρτο στο κίνημα της Μεταρρυθμιστικής Αγωγής

Ο Μ. Παπαμαύρος φτάνει στη Γερμανία την παραμονή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και έρχεται σε επαφή με όλα τα παραπάνω τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, οπότε και σπουδάζει φιλοσοφία και παιδαγωγική στο πανεπιστήμιο της Ιένας. Απληροφόρητος αρχικά για τις εσωτερικές διεργασίες της γερμανικής κοινωνίας αφοσιώνεται στις σπουδές του.
Ωστόσο η φοίτησή του αποβαίνει καθοριστική για τη διαμόρφωση των πρώτων παιδαγωγικών και μεθοδολογικών του ιδεών, κυρίως στο χώρο της Γενικής και Ειδικής Διδακτικής. Στην Παιδαγωγική Σχολή διδάσκει τότε, εκτός από άλλους, ο Wilhelm Rein, «ο μεγάλος γόης της ερβαρτιανής διδασκαλίας[13]», όπως ο ίδιος ο Μ. Παπαμαύρος τον αποκαλεί.
Η Γερμανία την εποχή εκείνη αποτελεί το σταυροδρόμι νέων ιδεών γύρω από την οργάνωση και τη λειτουργία του σχολείου, το κέντρο των νέων τάσεων γύρω από το πρόβλημα της αγωγής και της διδασκαλίας, ιδιαίτερα μετά το Α΄ γερμανικό συνέδριο «για τη μόρφωση της νεολαίας», που γίνεται στη Δρέσδη το 1911. Σ’ αυτό το συνέδριο γίνεται αντιληπτό πως δεν είναι δυνατόν να κρατιούνται σε ισχύ συστήματα που δεν εκφράζουν τη ζωντανή πραγματικότητα.[14]
Η βιομηχανοποίηση και η άνοδος της εργατικής τάξης πιέζει τους θεωρητικούς της Αγωγής για τη στροφή του σχολείου προς νέους προσανατολισμούς, μακριά από την προσήλωση σε «αιώνιες» αξίες. Ζητούν την αναγνώριση της εργασίας και όχι του κληρονομικού πλούτου και των τίτλων ευγενείας, ως παράγοντα της ζωής και της προόδου.[15]
Μέσα στην παιδαγωγική και κοινωνική αυτή ατμόσφαιρα ο Μ. Παπαμαύρος μελετά την εργασία και άλλων Γερμανών παιδαγωγών, όπως του Berthold Otto, του Hugo Gaudig, των F. Gansberg - H. Scharrelmann, του H. Lietz, G. Kerschensteiner κ.ά. και αποκομίζει τον προβληματισμό μιας νέας προοπτικής στην παιδαγωγική, της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής (Reformpadagogik).
Η Μεταρρυθμιστική Παιδαγωγική ως ποικιλία προτάσεων[16] για την ανανέωση της σχολικής αγωγής και κίνημα χαρακτηρίζεται από την κριτική στον τεχνικό πολιτισμό(Zivilisation), τον οποίο αντιδιαστέλλει από τον πνευματικό πολιτισμό, την κουλτούρα(Kultur). Η κριτική εστιάζεται στις συνήθειες της αστικής τάξης στις μεγαλουπόλεις και στην αμφισβήτηση της παιδαγωγικής αξίας της οικογένειας. Είναι μια παγκόσμια κίνηση που οι εκπρόσωποί της βρίσκονται σε συχνή ανταλλαγή ιδεών και εμπειριών. Στη Γαλλία εκδηλώνεται ως «Νέα Αγωγή», στην Ιταλία ως «Attivisimo», στον αγγλοσαξονικό χώρο ως «Προοδευτική Αγωγή», στην Γερμανία ως «Μεταρρυθμιστική Αγωγή» και στην Ελλάδα ως «Σχολείο Εργασίας».
Οι εκπρόσωποι όλων των τάσεων ασκούν κριτική στην ηθικολογία, το νοησιαρχικό χαρακτήρα και το βερμπαλισμό της Ερβαρτιανής Διδακτικής με την απαρέγκλιτη και καθολική εφαρμογή των τυπικών σταδίων σ’ όλα τα μαθήματα. Επιχειρούν την μετάβαση από την τυποποιημένη νοησιαρχία του Έρβαρτου σε μια διδασκαλία με περισσότερο βιωματικό χαρακτήρα και ένα κλίμα ελευθερίας και αποδοχής του μαθητή.
Η άποψη ότι αφετηρία κάθε παιδαγωγικής δράσης είναι το παιδί (Vom Kinde aus-Rousseau), διατρέχει όλες τις κατευθύνσεις της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής, ως βασικός παιδοκεντρικός προσανατολισμός. Το κίνημα χαρακτηρίζεται από την απεριόριστη εμπιστοσύνη στο παιδί, ώστε η αγωγή να γίνει απλή ‘’εξέλιξη’’ και ‘’ελεύθερη ανάπτυξη’’. Όλα θα πηγαίνουν καλά αρκεί ο παιδαγωγός να επεμβαίνει όσο το δυνατό λιγότερο, εστιάζοντας κυρίως στο να περιορίζει τους παράγοντες που παρενοχλούν την ανάπτυξη του παιδιού. Ανακηρύττει το παιδί μέσα στην παιδαγωγική σχέση μ’ ένα αμφίβολο τρόπο σε απόλυτη αξία. Προχωρά λοιπόν στην αντικατάσταση της μονομερούς αντικειμενικής θεώρησης της παλιάς Παιδαγωγικής του 19ου αιώνα με την υποκειμενική-συναισθηματική θεώρηση όπως εκφράζεται στο έργο των Elen Key, M. Monressori[17], B. Otto κ.ά[18].
Οι διδακτικές αρχές της αυτενέργειας, της εγγύτητας προς τη ζωή, της ολότητας και της εποπτείας εκφράζονται με νέες μεθόδους διδασκαλίας όπως ο μαθητικός διάλογος, η διδασκαλία σε ομάδες, η εποχική διδασκαλία, η λύση προβλημάτων και η χειροτεχνική εργασία. Νέα μαθήματα, όπως η Πολιτική και Κοινωνική Αγωγή εισάγονται και τονίζεται η αξία των Καλλιτεχνικών μαθημάτων και της Μουσικής.
Τα εξοχικά διδασκαλεία(Herman Lietz) αποτελούν σημαντική επίδραση στη στοιχειοθέτηση των παιδαγωγικών ιδεών και απόψεων του Μ. Παπαμαύρου, όσο αυτός βρίσκεται στη Γερμανία, αλλά και στην έκφραση της παιδαγωγικής του δράσης στην Ελλάδα. Οι συνδυασμοί των μαθημάτων, η έμφαση στη διδακτική των ζωντανών γλωσσών και η ανακάλυψη της γνώσης από τον ίδιο το μαθητή ενεργητικά και όχι ως προσφορά από το δάσκαλο χαρακτηρίζουν τα συγκεκριμένα σχολεία.
Κυρίαρχη όμως έκφραση των επιρροών του αποτελεί το κίνημα του Σχολείου Εργασίας, ταυτόσημο με την Παιδαγωγική Μεταρρύθμιση, μέσα από την διαφορετική ερμηνεία του όρου από τους G. Kerschensteiner και Hugo Gaudig. Ο πρώτος προβάλλει την «αρχή της εργασίας του χεριού» εισάγοντας την εργασία του χεριού στο σχολείο ως μέσο της γενικής μόρφωσης του και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του. Ο δεύτερος εννοεί με το Σχολείο Εργασίας την «αρχή της ελεύθερης πνευματικής εργασίας».[19]
Ο Kerschensteiner είναι απέναντι στο νοησιαρχικό πλαίσιο του Έρβαρτου και πολύ κοντά στον Dewey. Επηρεάζεται από τη φιλοσοφία των Κant-Fichte-Hegel και το σύστημα της αξιολογικής σχολής Rickert - Spranger, όπως και από τη θεώρηση του Fichte για την αξία του οργανωμένου κοινωνικού συνόλου για την αγωγή του ατόμου. Κεντρικό σημείο της παιδαγωγικής του σκέψης είναι οι αρχές της ενεργητικότητας και της αυτενέργειας.
Οι βασικές θεωρήσεις της αγωγής που προσδιορίζουν το πλαίσιο της παιδαγωγικής είναι η αξιολογική, η ψυχολογική και η τελολογική.[20]Τέσσερις είναι οι κύριες παιδαγωγικές του θέσεις: η εργασία των χεριών, το επάγγελμα- η επαγγελματική μόρφωση, η μόρφωση του ατόμου σε υπεύθυνο, ηθικά ελεύθερο και χρήσιμο πολίτη και η αυτοτελής εργασία. Το παλιό σχολείο είναι το βιβλιοσχολείο, το σχολείο της μάθησης, ενώ το νέο σχολείο είναι το σχολείο της αγωγής και της εργασίας. Το σχολείο Εργασίας έχει ως στόχο του να αναπτύξει όσο το δυνατόν περισσότερες δεξιότητες-ικανότητες και μεγαλύτερη χαρά για εργασία με ελάχιστο ποσό γνώσεων. Φροντίζει ώστε ο μαθητής σε κάθε πράγμα που κάνει να μπορεί να ελέγχει αν αυτό που έκανε συμφωνεί με το «πώς» και το «γιατί» το έκανε.
Ο H. Gaudig θέτει ως σκοπό της αγωγής την αυθυπεύθυνη προσωπικότητα και όχι τόσο τον χρήσιμο πολίτη. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ατομικότητα και γίνεται προοδευτικά προσωπικότητα με βάση τις προδιαθέσεις του και μέσα από την επαφή του με τα πολιτιστικά αγαθά. Για τον H.Gaudig το Σχολείο Εργασίας εκφράζεται ως αυτενέργεια και ελεύθερη διανοητική εργασία.[21]

Ο Μ. Παπαμαύρος στην Ελλάδα - Κριτική στον Έρβαρτο και στους εκπροσώπους της Μεταρρυθμιστικής Αγωγής

Η επιστροφή του Μ. Παπαμαύρου στην Ελλάδα το 1919 συμπίπτει με τη συστηματική προσπάθεια για την εδραίωση μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης σύμφωνης με τις αρχές του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού από την κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου και των φιλελεύθερων πολιτικών  δυνάμεων.
Πρωταγωνιστικός είναι ο ρόλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου που ιδρύεται το 1910 από τους Δημήτριο Γληνό, Αλέξανδρο Δελμούζο και Μανώλη Τριανταφυλλίδη. Όλοι τους με σπουδές στη Γερμανία απορρίπτουν την ηθικολογία, τον νοησιαρχικό χαρακτήρα και τον βερμπαλισμό του Έρβαρτου και επιδιώκουν βιωματικές, παιδοκεντρικές και συνεργατικές μεθόδους στα πλαίσια της εφαρμογής των προσταγμάτων του Σχολείου Εργασίας.[22]
Επισκοπώντας ωστόσο κάποιος την παιδαγωγική κίνηση στην Ελλάδα αυτή την εποχή παρατηρεί, ότι αυτή εκφράζεται από δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Τους μεταρρυθμιστές παιδαγωγούς που συσπειρώνονται γύρω από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο (Δ. Γληνός, Αλ. Δελμούζος, Μ. Τριανταφυλλίδης και στο χώρο αυτό συμμετέχει και ο Μ. Παπαμαύρος) και τους συντηρητικούς παιδαγωγούς με εκφραστές τον Ν. Εξαρχόπουλο. Η ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος» (ΣΕΚΕ) το 1918, το οποίο το 1920 θα προσχωρήσει στη Γ΄ Διεθνή, και το 1924, δυο χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή θα μετονομαστεί σε «Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας» (ΚΚΕ) θα οδηγήσει σταδιακά στη διαμόρφωση μιας τρίτης κατεύθυνσης, των σοσιαλιστών παιδαγωγών, που θα προστεθεί στις δύο προηγούμενες μετά από τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου.[23]
Ο Μ. Παπαμαύρος, ενεργό μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και συνδιαμορφωτής των παιδαγωγικών και κοινωνικών του θέσεων θα ακολουθήσει μετά τη διάσπασή του Ομίλου τον Αλέξανδρο Δελμούζο στα πλαίσια της έκφρασης μιας αστικής παιδαγωγικής θεώρησης[24] για να καταλήξει ωστόσο εκφραστής ενός συστήματος παιδαγωγικής με καθαρά σοσιαλιστικό-μαρξιστικό προσανατολισμό και ιδεολογικό υπόβαθρο τη θεωρία του διαλεκτικού υλισμού.


Σταθμοί στη δράση και τις παιδαγωγικές απόψεις του Μ. Παπαμαύρου.
Ο Μ. Παπαμαύρος με την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίζεται αρχικά διευθυντής ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος για ορφανά και αργότερα καθηγητής παιδαγωγικής στο Διδασκαλείο Αρρένων στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα επιστρέφει στην Αθήνα για να αποδυθεί σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια σύστασης ενός διδασκαλείου στα πρότυπα των εξοχικών διδασκαλείων του H. Lietz. Τον Απρίλιο του 1920 διορίζεται διευθυντής του Αρσάκειου στη Λάρισα και το ίδιο χρονικό διάστημα οργανώνει παιδαγωγικά συνέδρια στους Ν. Επιβάτες Σηλυβρίας, στο Διδυμότειχο, στην Αδριανούπολη και στην Κομοτηνή. Το 1922-23 διορίζεται Ανώτερος Επίτροπος της Δημοτικής Εκπαίδευσης στην Ανατολική και Δυτική Θράκη. Τον Οκτώβριο του 1923 ο Αλ. Δελμούζος τον καλεί ως υποδιευθυντή στο Μαράσλειο, ενώ διδάσκει Γενική και Ειδική Διδακτική και στην Παιδαγωγική Ακαδημία που διευθύνει ο Δ. Γληνός. Εμπλέκεται στα Μαρασλειακά το 1926[25] και απολύεται μένοντας μέχρι το 1928 εκτός εκπαίδευσης.
Η δεύτερη θητεία της κυβέρνησης του Ε. Βενιζέλου τον στέλνει στο μεγαλύτερο και δυσκολότερο σταθμό της παιδαγωγικής του πορείας, στο Διδασκαλείο της Λαμίας, που του δίνει την ευκαιρία να τεκμηριώσει θεωρητικά και πρακτικά το Σχολείο Εργασίας αλλά στο τέλος του αφήνει την πίκρα του κατασυκοφαντημένου και ψυχικά αλλά και σωματικά πληγωμένου ανθρώπου.[26]


Κριτική στο ερβαρτιανό σχολείο

Ο Μ. Παπαμαύρος εφαρμόζει το ερβαρτιανό σύστημα όταν πρωτοέρχεται στην Ελλάδα και το διδάσκει με απόλυτη επιτυχία. Αργότερα θα αναθεωρήσει τη στιλιζαριστική και σφιχτή σε στάδια διδασκαλία καθώς και τη θεωρητική και φιλοσοφική βάση του ερβαρτιανισμού που διακρίνει στην παιδαγωγική το σκοπό της αγωγής, τα μέσα και τη μέθοδο για την πραγμάτωση του σκοπού της αγωγής, τον οποίο δανείζεται μέσα από τις βοηθητικές επιστήμες της Ηθικής και της Ψυχολογίας.
Για τον παιδαγωγό Μ. Παπαμαύρο, που δέχεται την επίδραση της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής, ο σκοπός της αγωγής δε δίνεται από μια ξένη επιστήμη, αλλά πηγάζει άμεσα από την κοινωνία που εξυπηρετεί η παιδαγωγία και διατυπώνει η πολιτεία. Ο ρόλος της Ψυχολογίας και της Ηθικής είναι συμβουλευτικός και η Ηθική βγαίνει κάθε φορά από τις συγκεκριμένες συνθήκες του λαού.
Η παιδαγωγική του Έρβαρτου παρουσιάζει για τον Μ. Παπαμαύρο μια νοησιαρχική μορφή, αφού δεν μορφώνει τον όλο άνθρωπο, μια και η νόηση δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το κύριο στοιχείο της ψυχικής ζωής. Επίσης με την πιστή εφαρμογή των ‘’σταδίων’’ που λειτουργούν σαν πνευματικός οδοστρωτήρας και σχηματικό κατασκεύασμα που εξισώνει όλα τα μαθήματα, ο μαθητής καταδικάζεται σε παθητικότητα και ο δάσκαλος γίνεται ο τυφλός εκτελεστής της προδιαγεγραμμένης πορείας διδασκαλίας στα πλαίσια ενός συστήματος που εκλαμβάνει την κοινωνία όχι σαν ένα διαρθρωμένο σύνολο, αλλά σαν άθροισμα ατόμων. Συμπεραίνει λοιπόν ο Μ. Παπαμαύρος, ότι το ερβαρτιανό Σχολείο είναι ατομικό και μεταφυσικό στη μέθοδό του.[27] 


Τεκμηρίωση του Σχολείου Εργασίας

Ο διορισμός του Μ. Παπαμαύρου στο διδασκαλείο της Λαμίας το 1928 και η παραμονή του εκεί έως το 1933 θα του δώσει την ευκαιρία να εφαρμόσει τις αρχές του Σχολείου Εργασίας.
Σύμφωνα μ’ αυτές το σχολείο δεν πρέπει να δίνει έτοιμες γνώσεις, ούτε να αποβλέπει στην ποσότητα των γνώσεων, αλλά να ενδιαφέρεται να θέσει στο μαθητή προβλήματα και να τον οδηγήσει στη διερεύνησή τους. Ζητούμενο είναι η ανάπτυξη της αυτενεργούς εργασίας του πνεύματος και κατά συνέπεια όχι η εκτίμηση της ποσότητας των γνώσεων, αλλά η προσπάθεια της απόκτησής τους.
Θεωρεί πως το Σχολείο Εργασίας είναι η εξέλιξη μιας πορείας από το Σχολείο των Λόγων (Μεσαίωνας), στο Σχολείο των Πραγμάτων(Νέα Εποχή) και στο Σχολείο των Έργων(Σημερινή Εποχή), που συνδέεται άμεσα με την άνοδο της αστικής τάξης και την αναγνώριση της αξίας του φυσικού κόσμου, του ανθρώπινου νου-λόγου και την αξία του ατόμου-μικρόκοσμου, που θέτει ως σκοπό του να υποτάξει το μακρόκοσμο.
Οι λόγοι που επιβάλλουν το Σχολείο Εργασίας είναι κοινωνικοί, ψυχολογικοί και ηθικοί και εκφράζονται στο σκοπό του που σύμφωνα με τον Μ. Παπαμαύρο είναι η αγωγή να μετατρέψει τον άνθρωπο σε μια ηθική και αυτόνομη προσωπικότητα.[28]
Η μέθοδος διδασκαλίας του Σχολείου Εργασίας σύμφωνα με τον Μ. Παπαμαύρο υποστηρίζεται από την αρχή της Μεθόδου Εργασίας, την αρχή της Συνεργατικής Κοινότητας και την αρχή της Ενιαίας Συγκεντρωτικής Διδασκαλίας της οποίας είναι ο πρώτος εισηγητής στην Ελλάδα.[29]
Ο ρόλος του δασκάλου είναι καθοδηγητικός και ο μαθητής είναι αυτός που θα θέσει το σκοπό της διδασκαλίας. Γίνεται ένας μικρός ερευνητής που ερευνά και ανακαλύπτει μόνος του τις γνώσεις. Το σχολείο οφείλει να προπαρασκευάζει τους μαθητές για την κοινωνική ζωή (P. Natorp), χωρίς να καταπνίγει την ατομικότητά τους(Rousseau).
Στο Διδασκαλείο της Λαμίας ο Μ. Παπαμαύρος σχηματίζει Παιδαγωγικές Ομάδες κατά το πρότυπο των Εξοχικών Παιδαγωγείων του Lietz, και επιμένει στην κατασκευή σχολικού κήπου και εργαστηρίων. Οργανώνει τη Σχολική κοινότητα για την ανάπτυξη κοινωνικής ζωής και ετήσιες εκθέσεις με έργα των μαθητών.


Κριτική επεξεργασία του Σχολείου Εργασίας

Ο Μ. Παπαμαύρος στα πλαίσια της αστικής παιδαγωγικής του θεώρησης, την πρώτη περίοδο της εκπαιδευτικής και συγγραφικής του δράσης[30] κατά το Μεσοπόλεμο(1919-1933), συμφωνεί με τις απόψεις των φιλελεύθερων δημοτικιστών μεταρρυθμιστών.[31] Αν και έχει βασίσει σε μεγάλο βαθμό τη θεωρητική και πρακτική παιδαγωγική του δράση στις απόψεις των βασικών θεωρητικών της Μεταρρυθμιστικής Αγωγής και του Σχολείου Εργασίας, δεν παραλείπει να σταθεί αρκετές φορές κριτικά σε βασικές τους θέσεις.
Σχολιάζοντας την άποψη του Kerschensteiner για τα τέσσερα ψυχικά στοιχεία που απαιτούνται για τη μόρφωση του χαρακτήρα (δύναμη κρίσης, δύναμη θέλησης, ευαισθησία και ψυχικός κοχλασμός), παρατηρεί ότι αυτά δεν προκύπτουν από τις εκδηλώσεις του χαρακτήρα στην πράξη, αλλά είναι επινοήσεις του συγγραφέα που δεν ξέρουμε αν η πράξη τα επιβεβαιώνει. Ο Kerschensteiner παίρνει τις αξίες που κρύβονται στα μορφωτικά αγαθά στην ιδανική τους μορφή και δεν βγαίνουν ούτε από τη ζωή της φύσης, ούτε από τη ζωή της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι χωρίς εμπειρική βάση.[32]
Στη θεωρία Μόρφωσης του Spranger που εκτιμά ότι η μόρφωση σαν ψυχική κατάσταση είναι η πνευματική ύπαρξη κάθε ατόμου που διαμορφώνεται από τη βίωση των πνευματικών αξιών (άχρονων, υπερατομικών, άσχετων από κάθε συγκεκριμένη ύπαρξη), που υπάρχουν μέσα στα πολιτισμικά αγαθά ο Μ. Παπαμαύρος τοποθετείται λέγοντας πως πρόκειται για μια «μεταφυσική θεωρία» που δεν θέλει να ’χει καμιά σχέση με την πραγματικότητα.
Κριτικά στέκεται και απέναντι στον Dewey, τον οποίο θεωρεί εκπρόσωπο της αστικής τάξης και ‘’επικίνδυνο’’ γιατί ξέρει να πείθει τους αναγνώστες του για τις αντιδραστικές αντιλήψεις του.[33]
Η στροφή προς τη Σοσιαλιστική Παιδαγωγική - Η ένταξη του Μ. Παπαμαύρου στην Αριστερά

Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής και αντίστασης των Ελλήνων στα βουνά της ελεύθερης Ελλάδας θα πραγματοποιηθεί η σταδιακή ένταξη του Μ. Παπαμαύρου στην Αριστερά και η στροφή στην παιδαγωγική του δράση.
Το φθινόπωρο του 1943, ύστερα από πρόταση του Ε.Α.Μ. και του Γληνού, ο Παπαμαύρος φεύγει «επάνω στην ελεύθερη Ελλάδα», προκειμένου να βοηθήσει στην παραγωγή και εκπαίδευση νέων δασκάλων. Την επιλογή αυτή την βλέπει σαν μια νέα ευκαιρία μια νέα αρχή .
Στο Καρπενήσι συναντά και άλλες σπουδαίες κορυφές της Παιδαγωγικής Επιστήμης, τον Κ. Δ. Σωτηρίου και τη Ρόζα Ιμβριώτη. Συνάντησε επίσης τους καθηγητές πανεπιστημίου Αλ. Σβώλο και Π. Κόκκαλη. Αποφασίζεται να λειτουργήσουν δύο φροντιστήρια με σκοπό τον καταρτισμό προσωρινών δασκάλων για τα σχολεία της Α΄/θμιας Εκπαίδευσης. Σ’ αυτό του Καρπενησίου ο Μ. Παπαμαύρος ορίζεται μαζί με τον Κ. Σωτηρίου συνδιευθυντής. Συγγράφονται, τυπώνονται και μοιράζονται δωρεάν, για πρώτη φορά, στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, αναγνωστικά.[34]
Μετά την απελευθέρωση οι περιπέτειες και οι φυλακίσεις του Μ. Παπαμαύρου συνεχίζονται. Γνωρίζει την απομόνωση της Γυάρου, και τις φυλακές της Αίγινας και του Αβέρωφ απ’ όπου αποφυλακίζεται τον Αύγουστο του 1952. Όλα αυτά αποτελούν το τίμημα της ιδεολογικής του καθαρότητας, των δημοκρατικών του πεποιθήσεων, της σύμπραξης του στον τίμιο αγώνα της λευτεριά του λαού από κάθε μορφή δυναστείας υλικής ,αλλά και πνευματικής. Πληρώνει την αμετανόητη πεποίθηση του για το ξαστέρωμα του λαϊκού πνεύματος και πολιτισμού με τη γλώσσα του λαού, τη δημοτική, μακριά από τις ακροβασίες της έκφρασης της αστικής κουλτούρας με την χρήση της καθαρεύουσας. Αυτός είναι ένας γνήσιος δημοτικιστής[35] και ακολουθεί το Γολγοθά του λαού του.
Έκφραση της επαφής του με τους αγώνες του λαού του είναι οι απόψεις που διατυπώνει στη δεύτερη περίοδο της παιδαγωγικής του δράσης, που αρχίζει από το 1943 στα βουνά της αντίστασης μέχρι και το τέλος του εμφυλίου. Είναι μια περίοδος ιδεολογικής μεταστροφής. Υποστηρίζει πως αληθινή επιστημονική παιδαγωγική, αληθινή ανθρωπιστική αγωγή είναι δυνατή μόνο μέσα από μια σοσιαλιστική κοινωνία. Η καπιταλιστική κοινωνία εξαιτίας του είδους των παραγωγικών σχέσεων χωρίζει την κοινωνία σε προνομιούχους και μη προνομιούχους, τους χωρίζει σε τάξεις που εμποδίζει την εφαρμογή μιας ενιαίας ανθρωπιστικής αγωγής. Πρέπει η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής να αντικατασταθεί από την κοινωνική ιδιοκτησία.[36]


Το Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής

Έργο ζωής και κύκνειο άσμα για την βιβλιογραφική του παρουσία στα εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά δρώμενα αποτελεί η συγγραφή του βιβλίου, «Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής», η οποία οριοθετεί την Τρίτη περίοδο της δράσης του από τον εμφύλιο έως το θάνατό του το 1963. Είναι η περίοδος που θεωρεί τον εαυτό του, παρά την αντίθετη στάση του στη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, ως αριστερό παιδαγωγό. Η στροφή του προς την Αριστερά εκφράζεται στην πεποίθηση του πως μόνο αν αλλάξει το κοινωνικό καθεστώς θα αλλάξει και το σχολείο (σκοποί- μέθοδος αγωγής των παιδιών).
Με το βιβλίο του «Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής» ο Παπαμαύρος ολοκληρώνει και συγγραφικά την πολιτική και επιστημονική του στροφή στην Αριστερά. Στο βιβλίο αυτό καταγράφει τις σοσιαλιστικές επιστημονικές και πολιτικές του απόψεις. προτείνοντας ευθέως την σοσιαλιστική κατεύθυνση την οποία πρέπει να πάρει η Ελλάδα και τη σοσιαλιστική παιδαγωγική που πρέπει να εφαρμόσει τόσο κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας όσο και κατά την εδραίωση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Οι παραπάνω απόψεις δεν αποτελούν για τον Παπαμαύρο προϊόν απλώς μιας ιδεολογικής προτίμησης παρά είναι απόρροια όλης του της ζωής. Ο συλλογισμός του είναι απλός και ευκρινής. Το σχολείο εξυπηρετεί πάντα την κοινωνία μέσα στην οποία λειτουργεί. Η κοινωνία είναι οργανωμένα ταξικά: Η τάξη των εχόντων και η τάξη των μη εχόντων, των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευομένων. Όποιος έχει την οικονομική έχει και την πολιτική δύναμη, συνεπώς, είναι η τάξη των αρχόντων και των αρχομένων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι αστοί παιδαγωγοί δικαιολογούν το καθεστώς κυριαρχίας των παιδιών των αστών στην εκπαίδευση με δυο τρόπους: Η κοινωνία είναι καθορισμένη από τον θεό ή επικαλούνται έμφυτες προδιαθέσεις και ευφυΐες (Παπαμαύρος, 1961: 17-21).
Όλο το βιβλίο αποτελεί στην ουσία του μια προσπάθεια του Παπαμαύρου να σκιαγραφήσει ένα σύστημα μαρξιστικής – λενινιστικής και σοσιαλιστικής παιδαγωγικής το οποίο να στηρίζεται στην μοναδική προοδευτική θεωρία του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού (ό.π.58). Είναι, επομένως, μια υλιστική παιδαγωγική. Την αντιπαραβάλλει στα ιδεαλιστικά παιδαγωγικά συστήματα των αστικών κοινωνιών και θεωρεί πως η παιδαγωγική πρέπει να είναι βγαλμένη μέσα από τις συνθήκες της ζωής του κάθε λαού. Συνεχίζει λέγοντας ότι κάθε κοινωνικό καθεστώς έχει την παιδαγωγική του, ανάλογα με την υλική συγκρότηση της κοινωνίας (ό.π.15). Τονίζει από την πρώτη σελίδα ότι η παιδαγωγική στην οποία αναφέρεται το βιβλίο πρόκειται να εξυπηρετήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία.
Για τον Παπαμαύρο η σοσιαλιστική παιδαγωγική είναι επιστημονική. Και επιστημονική είναι μια μόρφωση όταν ενώνει τη θεωρία με την πράξη και ελέγχεται κάθε φορά στην πράξη της ζωής. Θεωρεί πως ο διαλεκτικός υλισμός οδηγεί τον άνθρωπο στην πραγματική γνώση και τον βοηθάει με τον τρόπο αυτό να οικοδομήσει το μέλλον του (Σακελλαρίου, 1985:247).
«Η παιδαγωγική, λοιπόν, που εκθέτω στο βιβλίο τούτο, είναι η παιδαγωγική που θα εξυπηρετήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία…παρουσιάζει την ημέρα που και το δικό μας καθεστώς θα γίνει σοσιαλιστικό. Τώρα, που ο ήλιος βγήκε εξ Ανατολών, δε θ’ αργήσει το φως του να φωτίσει και τη δική μας χώρα» (Παπαμαύρος, 1961:15).
Ο Παπαμαύρος χωρίζει το Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής σε τέσσερα μέρη:
Στο πρώτο μέρος, αναφέρεται στο ρόλο που επιτελεί κάθε φορά η εκπαίδευση στα οικονομικά συστήματα κατά τη διάρκεια της πορείας των κοινωνιών από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες του. Έτσι, καταθέτοντας από την αρχή την άποψη του για τον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης αναφέρεται στο δουλοκτητικό σύστημα, στην φεουδαρχία και στην εκκλησιαστική εξουσία, στο καπιταλισμό και τέλος, στην αταξική σοσιαλιστική κοινωνία. Ξεκαθαρίζει, επίσης από την αρχή, την επιστημονική θεωρία η οποία στηρίζει όλη την παιδαγωγική του προσέγγιση. Έτσι, τονίζει ουσιαστικά ένα σύστημα μαρξιστικής λενινιστικής και σοσιαλιστικής παιδαγωγικής, το οποίο στηρίζεται στη θεωρία του διαλεκτικού υλισμού. Αναφέρεται στο αντικείμενο της σοσιαλιστικής αγωγής, το οποίο δεν μπορεί παρά να είναι οι κοινωνικές ανάγκες των ανθρώπων καθώς και ικανοποίηση των αναγκών αυτών. Αναφέρεται και στην μέθοδο διδασκαλίας, έχοντας στον νου του πως η μεθοδολογία εξυπηρετεί πάντα ένα συγκεκριμένο καθεστώς και πως τα εκπαιδευτικά συστήματα στη δύση φτιάχτηκαν για να εξυπηρετούν τις ανάγκες της άρχουσας τάξης. Την αντλεί και αυτήν από τον διαλεκτικό υλισμό και τον τρόπο με τον οποίο αυτός προσεγγίζει την καθημερινότητα και την ερμηνεύει. Θέτει στη διάθεση του παιδαγωγού ορισμένες αρχές γενικής μορφής τις οποίες οφείλει να ξέρει καλά και οι οποίες αφορούν όλους τους τομείς του έργου. Από αυτές επιλέγει κάθε φορά την πλέον κατάλληλη. Σε σχέση με την παιδαγωγική εργασία αναφέρει τις εξής αρχές:
·  Ο παιδαγωγός πρέπει να αντιμετωπίζει τα παιδιά ως παιδιά.
·  Πρέπει να αγαπά, να εκτιμά και να σέβεται τα παιδιά.
·  Πρέπει να αγαπά αλλά και να μπορεί να επιβάλλεται στα παιδιά.
·  Πρέπει να οργανώσει ολόκληρο το σχολείο σε μια ομάδα, μια κολλεκτίβα, καθώς οι φυσικές μορφές της ζωής είναι η συμβίωση και η συνεργασία.
Σε σχέση με τη διδασκαλία παραθέτει τις εξής γενικές μεθοδολογικές αρχές:
·  Η εργασία πρέπει να γίνεται ομαδικά, σε συνεργασία από όλη την τάξη ή το σχολείο, ως μια συνεργατική κοινότητα.
·  Κάθε θέμα της διδασκαλίας πρέπει να είναι παρμένο από τον κύκλο της επιστήμης και να προσεγγίζεται με επιστημονικό τρόπο.
·  Η διδασκαλία πρέπει να συνδέει τη θεωρία με την πράξη.
·  Ο δάσκαλος πρέπει να ξεκινάει από το υλικό της διδασκαλίας και όχι από το παιδί (ό.π.57-74).

Η Παιδαγωγική ως αυτόνομη και ανεξάρτητη επιστήμη
Ο Παπαμαύρος εκλαμβάνει την παιδαγωγική ως αυτόνομη, ανεξάρτητη και ισότιμη με τις άλλες ανεξάρτητες επιστήμες. Ως τέτοια επιδιώκει να την δώσει και στους εκπαιδευτικούς της Δημοτικής και της Μέσης εκπαίδευσης και να την ξεχωρίσει από την άποψη που έχουν οι αστοί παιδαγωγοί ότι, δηλαδή, η παιδαγωγική δεν είναι μια αυθύπαρκτη επιστήμη. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι η Παιδαγωγική είναι μια αυτόνομη επιστήμη και ως τέτοια πρέπει να τη διδάσκονται οι δάσκαλοι στις ακαδημίες αλλά και να την ασκούν αργότερα στις τάξεις τους. Υποστηρίζει με έμφαση ότι η παιδαγωγική αποτελεί μια αυτόνομη και ανεξάρτητη επιστήμη καθώς:
Α) Έχει θέμα – αντικείμενο αποκλειστικά δικό της, την αγωγή των παιδιών
Β) Έχει μέθοδο η οποία στηρίζεται στον διαλεκτικό υλισμό και χρησιμοποιεί για μέσα την παρατήρηση και το πείραμα και
Γ) Έχει μια οργανωτική αρχή ως βασική έννοια που διαπερνά ολόκληρο το σύστημα και διέπει τις παιδαγωγικές αντιλήψεις όλων των τομέων συγκρότησης του και μάλιστα σε αιτιώδη αρχή. Αυτό προσδίδει στο εκπαιδευτικό σύστημα αυστηρή συνέπεια και ενιαία μορφή. Αυτή η βασική αρχή είναι η έννοια της Αγωγής.
Για την (σοσιαλιστική) παιδαγωγική η κοινωνία θέτει τους σκοπούς της αγωγής και η πολιτεία, ως συλλογική έκφραση της κοινωνίας, τους θεσμοθετεί (ό.π.75-76).
Η σοσιαλιστική παιδαγωγική καταπιάνεται με τα ίδια ζητήματα με τα οποία ασχολείται και η αστική αλλά διαφοροποιείται στις λύσεις που προτείνει καθώς και στον τρόπο που τα κατατάσσει.
·  Η αστική παιδαγωγική χωρίζεται σε θεωρητική και πρακτική. Η σοσιαλιστική παιδαγωγική δε δέχεται το διαχωρισμό. Η παιδαγωγική είναι μία και η παιδαγωγική ενέργεια εκδηλώνεται πότε σαν θεωρία και πότε σαν πράξη.
·  Οι αστοί παιδαγωγοί χωρίζουν τη θεωρητική Παιδαγωγική σε δύο μέρη: Τελολογία και Μεθοδολογία. Αντλούν το σκοπό και τις μεθόδους από ξένες προς την Παιδαγωγική επιστήμες, όπως την Ηθική και την Ψυχολογία. Έτσι, όμως, θυσιάζεται η αυτονομία και η ανεξαρτησία της Παιδαγωγικής επιστήμης (ό.π.84-86).


Ατομική ή Κοινωνική Παιδαγωγική;
Αναρωτιέται ακόμη σ’ αυτό το πρώτο μέρος για το αν η παιδαγωγική είναι ατομική ή κοινωνική υπόθεση καταφάσκοντας το δεύτερο και υποστηρίζοντας πως ο ατομισμός είναι μια από τις ιδέες της αστικής τάξης και φυσική συνέπεια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής των υλικών αγαθών της κοινωνίας. Ωστόσο για το ερώτημα του τι είναι σημαντικότερο, το άτομο ή η κοινωνία θεωρεί ότι κακώς τίθεται, καθώς δεν είναι δυνατό να διαπαιδαγωγήσουμε το άτομο μακριά από την κοινωνία και χωρίς αυτήν Μόνο η κοινωνία μορφώνει και έξω από αυτήν δεν υπάρχει μόρφωση (ό.π.90-97).

Παιδαγωγική και Πολιτική
Στο κλείσιμο του πρώτου μέρους ασχολείται με τη σχέση της πολιτικής με τη παιδαγωγική. Χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας τονίζει ότι η παιδαγωγική υπηρετεί πάντα τους σκοπούς του κράτους. Έτσι, η σοσιαλιστική παιδαγωγική υπηρετεί το σοσιαλιστικό κράτος, ενώ η αστική παιδαγωγική το αστικό κράτος. Αντιτείνει, στην άποψη των αστών παιδαγωγών ότι το σχολείο είναι ανεξάρτητο από το κράτος και ότι έχει τις δικές του βάσεις, την άποψη του Λένιν ότι στην αστική κοινωνία το περιεχόμενο του σχολείου καθορίζεται από την κυρίαρχη τάξη (την αστική), υπηρετεί τα συμφέροντα της, γι’ αυτό και είναι ένα ταξικό σχολείο Κατά τον ίδιο τρόπο σε μια σοσιαλιστική κοινωνία το σχολείο αποτελεί ένα μέσο σοσιαλιστικής πολιτικής και δημιουργίας μιας αταξικής κοινωνίας (ό.π.104-106).

Θεωρία και σκοπός της Αγωγής
Στο δεύτερο μέρος, καταπιάνεται με θεωρητικά ζητήματα της αγωγής όπως είναι η έννοια της αγωγής σε διάφορες εποχές, η διδασκαλία και το σχολείο, το είδος των γνώσεων, ποιος είναι ο σκοπός της αγωγής και από πού προκύπτει κάθε φορά. Ορίζει, λοιπόν, την αγωγή ως την παιδαγωγική ενέργεια που καταβάλλει ο παιδαγωγός στους μαθητές του προκειμένου να μπορέσει να φτάσει σε έναν σκοπό που έχει θέσει από πριν. Η ενέργεια αυτή έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. Είναι εξωτερική πάνω στους μαθητές, είναι σκόπιμη, με την έννοια ότι έχει έναν συγκεκριμένο σκοπό και τέλος, καταβάλλεται συστηματικά και με ορισμένο πρόγραμμα. Ο στόχος είναι να συστηματοποιήσουν οι μαθητές τις γνώσεις τους, να αποκτήσουν συγκεκριμένες επιστημονικές πεποιθήσεις και αντιλήψεις, να κατακτήσουν μια θεωρία που να εξηγεί τον κόσμο. Προφανώς και η σοσιαλιστική παιδαγωγική αποβλέπει ώστε η θεωρία αυτή να στηρίζεται σε σοσιαλιστικές αρχές (ό.π.127-131).
Η βασική του θέση στο ζήτημα της αγωγής είναι ότι η αγωγή στην αστική κοινωνία είναι ταξική και αφηρημένη (αποκομμένη από τη ζωή), ατομικιστική. Ενώ, ο σκοπός της σοσιαλιστικής αγωγής είναι καθορισμένος από την συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα, είναι αταξικός, άρα ανθρωπιστικός, είναι κοινωνικός στο πλαίσιο του ότι αποβλέπει στον άνθρωπο ως μέλος της κοινωνίας (ό.π.141-149).

Τα συστατικά της Αγωγής
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στα συστατικά της σοσιαλιστικής αγωγής. Κάνει λόγο για τον ενιαίο χαρακτήρα της αγωγής, γιατί εκλαμβάνει τον άνθρωπο ως έναν ενιαίο και αδιάσπαστο οργανισμό. Η σοσιαλιστική αγωγή είναι ενιαία και ολόπλευρη κατά ερμηνεία του αξιώματος της Διαλεκτικής που αναφέρει ότι τα συστατικά μέρη ενός όλου αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοκαθορίζονται. Σ’ αυτή τη βάση, η εκπαίδευση πρέπει να μορφώνει ενιαία και ολόπλευρα. Σχηματικά αναφέρει ότι το σώμα του παιδιού μορφώνεται με τη σωματική αγωγή, το πνεύμα ως διανόηση, ως συναισθήματα και διαθέσεις με τη διανοητική και αισθητική αγωγή και οι επιδιώξεις και οι πράξεις του με την ηθική αγωγή. Η διανοητική αγωγή στο σχολείο συντελείται με τη διδασκαλία. Μορφώνω διανοητικά σημαίνει ενδυναμώνω και εξευγενίζω τη σκέψη του παιδιού. Για να γίνει αυτό πρέπει να διαθέτει όσο γίνεται περισσότερες γνώσεις και παραστάσεις των αντικειμένων του κόσμου για να τις επεξεργαστεί. Οι γνώσεις αυτές πρέπει να είναι θετικές, να αποδίδουν πιστά τον κόσμο και ωφέλιμες για τη ζωή του. Πρέπει να είναι επιστημονικές, ώστε να εξηγεί με επιστημονικό τρόπο τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο. «Πρέπει η επιστήμη να χυθεί στο λαό μας…να ξεφορτωθεί από κάθε αντεπιστημονική, θρησκευτική εξήγηση του κόσμου» (ό.π.182). Προϋπόθεση γι’ αυτά αποτελεί το να βρίσκεται ο δάσκαλος σε αδιάκοπη σχέση με την πρακτική ζωή του λαού.
Το καλύτερο όργανο για να αποκτήσει κάποιος τις αναγκαίες επιστημονικές γνώσεις είναι  μητρική του γλώσσα. Η μητρική γλώσσα του παιδιού όχι μόνο εκφράζει το διανοητικό και τον συναισθηματικό του κόσμο είναι και το όργανο της πνευματικής επικοινωνίας με τους συνανθρώπους του. Όσο πιο πλούσια είναι η γλώσσα τόσο πιο βαθειά ενώνει την φυσική και την κοινωνική πραγματικότητα που τον περιβάλλει (ό.π.183).
Για τα Α.Π.Σ. έχει την άποψη πως αυτά πρέπει να εμπεριέχουν γνώσεις που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στις απαιτήσεις  της κοινωνίας σε κάθε εποχή, πώς δηλαδή, η κοινωνία θέλει τον μορφωμένο άνθρωπο. Αντιδιαστέλει στον πολυμαθή άνθρωπο της αστικής κοινωνίας τον ενιαία και ολόπλευρα μορφωμένο άνθρωπο της σοσιαλιστικής κοινωνίας (ό.π.196-197). Ο νεοελληνικός πολιτισμός και η ελληνική φύση αποτελούν για τον Παπαμαύρο τους δύο πυλώνες του Α.Π.Σ. Ο πρώτος γιατί αποτελεί δημιούργημα της ψυχής και της εργασίας του ελληνικού λαού και η ελληνική φύση γιατί αυτή καθορίζει τους φυσικούς όρους ζωής του λαού και η αγωγή πρέπει να παίρνει υπόψη της τους όρους αυτούς (ό.π.205). Απορρίπτει το μάθημα των Θρησκευτικών καθώς και οποιαδήποτε θρησκευτική ύλη μέσα στο Α.Π.Σ. Το σχολείο το θέλει κοσμικό και απόλυτα επιστημονικό, χωρίς ίχνος θρησκευτικότητας (ό.π.209).
Για τα τέσσερα πρώτα χρόνια του δημοτικού σχολείου προτείνει να μην υπάρχουν χωριστά μαθήματα, να είναι Συγκεντρωτική η διδασκαλία και να εξετάζει τα αντικείμενα όπως είναι στην πραγματικότητα τους. Σε μεγαλύτερες τάξεις καθώς και στο γυμνάσιο προτείνει (όπως κατέληξαν και οι Ρώσοι μετά από αναζητήσεις) τα μαθήματα να διδάσκονται χωριστά αλλά να προκαλούνται μεταξύ τους διάφορες επαφές και να συνδέονται μεταξύ τους κατά τη διάρκεια μιας ημέρας (ό.π.212 - 213).
Στον τρόπο διδασκαλίας απορρίπτει τη βασική διδακτική αρχή του σχολείου εργασίας ότι η διδασκαλία ξεκινάει από το παιδί και υποστηρίζει ότι η διδασκαλία πρέπει να ξεκινάει από το υλικό της ανάλογα με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες της κοινωνίας κάθε φορά. Δεν πρέπει το παιδί να θεωρεί τη μάθηση παιχνιδάκι αλλά να την εκλαμβάνει ως καθήκον απέναντι στο σχολείο και στην κοινωνία (ό.π.217-218).
Στη συνέχεια αναφέρεται στις τρεις βασικές διδακτικές αρχές της σοσιαλιστικής παιδαγωγικής:
1) Η μέθοδος διδασκαλίας κάθε μαθήματος είναι ίδια με την μέθοδο που ακολουθεί η συγκεκριμένη επιστήμη στην έρευνα της.
2) Η αρχή της Συνεργατικής Κοινότητας που οδηγεί στην ομαδοσυνεργατική διδασκαλία.
3) Ο αναλυτικοσυνθετικός τρόπος διδασκαλίας ο οποίος συνάδει με τη διαλεκτική μέθοδο έρευνας. Ερευνά πρώτα το όλο και στη συνέχεια πηγαίνει στα μέρη από τα οποία ξαναγυρίζει στο όλο (ό.π.226-238).

Ηθική Αγωγή
Την ηθική αγωγή την εξαρτά από το είδος της κοινωνία στην οποία εντάσσεται κάθε φορά. Έτσι, άλλο περιεχόμενο αποκτά στην αστική κοινωνία και άλλο στην σοσιαλιστική. Αποτελεί συνάρτηση του τρόπου παραγωγής των υλικών αγαθών ο οποίος με τη σειρά του επικαθορίζει τον σχηματισμό των δυο κοινωνιών και την άποψη τους για την ηθική. Στην αστική κοινωνία η ηθική εκλαμβάνεται ως στατική και άχρονη, άρα αντικειμενικοποιείται προσπαθώντας να αποκτήσει ερείσματα και να εδραιωθεί, ενώ, στη σοσιαλιστική κοινωνία παρακολουθεί και επανακαθορίζεται από την εξέλιξη των κοινωνιών και των σχέσεων των ανθρώπων όπως διαρθρώνονται ως συνέπεια της εξέλιξης αυτής και θεωρείται όχι ως προϊόν επιβολής αλλά ως προϊόν «εσωτερικής κατάφασης και έγκρισης» (ό.π.254). Η βάση της ηθικής είναι η θεωρία του Διαλεκτικού Υλισμού, η οποία εξετάζει τον κόσμο επιστημονικά. Ο μαθητής δεν πρέπει απλώς να ενστερνίζεται αλλά να εφαρμόζει στην πράξη τις ηθικές πεποιθήσεις. Ως λογική συνέπεια της θεωρίας του διαλεκτικού υλισμού, η εργασία αποκτά μεγάλη ηθική σημασία Για την σοσιαλιστική παιδαγωγική, η αγωγή για την εργασία και η εργατικότητα αποτελούν έναν από τους κύριους σκοπούς της αγωγής (ό.π.280). Κομβικό σημείο της σοσιαλιστικής ηθικής αγωγής αποτελεί και η «συνειδητή πειθαρχία». Την αντιπαραβάλλει με την «υπακοή» της αστικής κοινωνίας ως αναγκαστική υποταγή στην εξωτερική διαταγή και βία (ό.π.297). Κλείνει το ζήτημα της αγωγής αναδεικνύοντας τη σχολική κοινότητα ως παράγοντα ηθικής και εξάρει τον ηθικά παιδευτικό ρόλο που μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει το σχολείο στη βάση μιας κοινοτικής οργάνωσης που εμφυσά στα παιδιά αισθήματα κοινών στόχων, αλληλεγγύης, υπευθυνότητας.

Αισθητική Αγωγή
Για την αισθητική αγωγή, αναφέρει ότι είναι καλλιτεχνική αγωγή. Ανήκει στην περιοχή της τέχνης και ως τέτοια είναι μια από τις μορφές κοινωνικής συνείδησης. Εκφράζει την πραγματικότητα με αισθητική μορφή. Καθώς η αισθητική αγωγή δεν είναι ανεξάρτητη από την γενική ολόπλευρη αγωγή του ανθρώπου, ο τελικός σκοπός της αισθητικής αγωγής είναι ο σοσιαλισμός (ό.π.307-308). Δίνει ιδιαίτερη έμφαση και αξία στα δημιουργήματα του λαϊκού πολιτισμού. Η πρόταση του Παπαμαύρου για την αισθητική αγωγή συμπυκνώνεται στο αξίωμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, «η τέχνη…να απεικονίζει τη ζωή της κοινωνίας και να συνειδητοποιεί στο λαό τα σοσιαλιστικά του καθήκοντα» (ό.π.311).

Σωματική Αγωγή
Και η σωματική αγωγή αποβλέπει στον ίδιο σκοπό; Να προετοιμάσει το νέο σοσιαλιστή που θα οικοδομήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία (ό.π.327).


Παιδαγωγική προσχολικής αγωγής
Για την παιδαγωγική της προσχολικής ηλικίας έχει την άποψη πως ταιριάζει η σοσιαλιστική αγωγή όπως περιγράφηκε παραπάνω για τα παιδιά και η οποία αφορά και τα νήπια, καθώς αυτά είναι επιδεκτικά «τόσο της διανοητικής όσο και της ηθικής και της αισθητικής αγωγής» (ό.π.344).

Ειδική επαγγελματική μόρφωση
Για την ειδική επαγγελματική μόρφωση αναφέρει πως κατά την σοσιαλιστική κοινωνία στηρίζεται σε δυο βασικές αρχές: συνδυάζει τη θεωρία με την πράξη, την εγκυκλοπαιδική μόρφωση με  την πρακτική επαγγελματική και η δεύτερη, ότι οι ανάγκες της κοινωνίας που δημιουργούνται κατά την εξέλιξη της απαιτούν εργάτες με ανάλογη μόρφωση που θα ικανοποιούν τις ανάγκες αυτές. Ο σκοπός της ειδικής επαγγελματικής μόρφωσης είναι διπλός: Αφενός να καλλιεργήσει την τεχνική πλευρά του πολιτισμού και αφετέρου καθώς συνενώνει χειρωνακτική και θεωρητική μόρφωση, να συμβάλλει μαζί με την εγκυκλοπαιδική μόρφωση στο παιδαγωγικό έργο, να δώσει δηλαδή μαζί με την πρακτική μόρφωση και ανθρωπισμό. Στο παραπάνω πλαίσιο, αναγνωρίζει την αξία της ειδίκευσης, ωστόσο, την προσδιορίζει ως το εξαγόμενο μια πλατειάς και γενικής μόρφωσης (ό.π.386-391).

Οι παράγοντες της Αγωγής
Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου του αναφέρεται στους κοινωνικούς παράγοντες της αγωγής. Κάνει λόγο για την οικογένεια, την κοινωνία, το κράτος, το σχολείο, την νεολαία, τον παιδαγωγό και τον μαθητή. Απορρίπτει την εκκλησία ως παράγοντα αγωγής.
Δύο είναι οι παράγοντες της αγωγής: Το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι οι φυσικοί παράγοντες διαπαιδαγωγούν τυχαία και άσκοπα ενώ οι κοινωνικοί σκόπιμα και όσο μπορούν συστηματικά. Το φυσικό περιβάλλον καθορίζει τους φυσικούς όρους διαβίωσης των παιδιών και γι’ αυτό πρέπει η (σοσιαλιστική) παιδαγωγική να το λαμβάνει υπόψη της.
Η σοσιαλιστική παιδαγωγική αναγνωρίζει την οικογένεια ως παράγοντα αγωγής. Δέχεται όμως ως ανώτατο ρυθμιστή της ζωής της κοινωνίας και επομένως της αγωγής των παιδιών, το κράτος (ό.π.422).
Θεωρεί ότι η κοινωνική αγωγή αρχίζει από τη γέννηση του παιδιού, ότι είναι ελεύθερη και ασυστηματοποίητη, απρογραμμάτιστη και ευκαιριακή. Η κοινωνία μορφώνει τον άνθρωπο ανάλογα με το πώς είναι αυτή. Αυτό μεταφράζεται στο ότι τον μορφώνουν οι πράξεις των συνανθρώπων του και οι κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει. Επειδή η σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι διασπασμένη, χωρισμένη σε τάξεις που η μια να ανταγωνίζεται την άλλη, είναι ενιαία, όπως ενιαία είναι και η αγωγή που παρέχει στα παιδιά της (ό.π.422-445). Ξεχωρίζει και διακρίνει τα παρακάτω σημεία τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία στην κοινωνική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Έτσι λοιπόν, αναφέρεται στα δημόσια θεάματα που υπάρχουν για την ψυχαγωγία των παιδιών και προτείνει να δημιουργηθεί παιδικό θέατρο και παιδικός κινηματογράφος σε συνεργασία παιδαγωγών και θεατρικών συγγραφέων και κινηματογραφιστών. Τα θέματα των έργων τους να είναι αντλημένα και να ανταποκρίνονται στην κοινωνική πραγματικότητα των ελλήνων παιδιών και να μην συνιστούν μια στείρα μεταφορά ξένων προτύπων. Με τον ίδιο τρόπο, προτείνει να συνεργάζονται παιδαγωγοί με λογοτέχνες προκειμένου να παραχθούν παιδικά βιβλία, παιδικά περιοδικά καθώς και να αξιοποιηθεί προς την ίδια κατεύθυνση και το ραδιόφωνο. Θεωρεί, λοιπόν, πολύ σπουδαίο κεφάλαιο την κοινωνική αγωγή των παιδιών που πρέπει να απασχολήσει πολύ σοβαρά το κράτος (ό.π.447-450).

Το κράτος και η αγωγή
Ξεκινάει με μια κριτική στο αστικό εκπαιδευτικό σύστημα συνολικά. Του καταλογίζει ότι η υποχρέωση της φοίτησης στην πράξη δεν εκλαμβάνεται ως υποχρέωση του κράτους αλλά του πολίτη. Επίσης, του χρεώνει ότι γενικά ανταποκρίνεται στις εκπαιδευτικές του υποχρεώσεις άτακτα και με μεγάλη καθυστέρηση, ότι οι εκπαιδευτικοί κρίνονται όχι ως ξεχωριστοί παράγοντες που εκτελούν πνευματική υπηρεσία, αλλά ως υπάλληλοι όπως οι υπόλοιποι οι οποίοι πρέπει απλώς να εφαρμόζουν τους νόμους και τίποτε άλλο και ότι η εκπαιδευτική πολιτική αποβλέπει στο συμφέρον των παιδιών των πλουσίων σε βάρος των παιδιών του λαού. Ανάμεσα σε άλλα, το κράτος διατηρεί δύο είδη παιδείας. Ένα για τα παιδιά της άρχουσας της τάξης, ιδρύει πανεπιστήμια, πολυτεχνικές σχολές, ανώτερες σχολές προσπαθώντας να  δημιουργήσει την τάξη των διανοουμένων και για τα παιδιά του λαού ιδρύει κατώτερα σχολεία και επαγγελματικές σχολές προσπαθώντας να δημιουργήσει χειρώνακτες και γενικά τους εργαζόμενους. Τέλος, στηλιτεύει την αντίφαση ανάμεσα στο τυπικό και στο ουσιαστικό δικαίωμα των παιδιών του λαού για μόρφωση, αφού πολύ δύσκολα φτάνουν στα ανώτερα σχολεία (ό.π.455-8). Τονίζει πως η σοσιαλιστική παιδαγωγική δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στο λαό και συνεπώς δεν διακρίνει την μόρφωση σε μόρφωση του λαού και σε μόρφωση των αρχόντων. Προτείνει ένα ελάχιστο μόρφωσης οκτώ χρόνων για όλους καταργώντας τη διάκριση ανάμεσα σε Δημοτική και Μέση εκπαίδευση δεχόμενος την ενιαία και συνεχή εκπαίδευση από τον πρώτο μέχρι τα δωδέκατο χρόνο. Επίσης, προτείνει την εξίσωση της ειδικής επαγγελματικής εκπαίδευσης με τη Μέση εγκυκλοπαιδική και τη συνέχιση των σπουδαστών στα Πανεπιστήμια και στις Ανώτατες Σχολές (ό.π.475-480). Στη διοίκηση του σχολείου λόγο πρέπει να έχουν οι παράγοντες εκείνοι που ενδιαφέρονται γι’ αυτό. Το κράτος, η οικογένεια, οι εκπαιδευτικοί, οι διάφορες κοινωνικές οργανώσεις, όχι η εκκλησία (ό.π.487-488).

Το σχολείο και η αγωγή
Ο Παπαμαύρος έχει άποψη και για την διεύθυνση του σχολείου. Προτείνει να επιλέγεται ο διευθυντής από εκείνους «που έχουν να παρουσιάσουν όχι μόνο σημαντική ποιοτική εργασία, μα και πείρα και διοικητική ικανότητα» (ό.π.516). Απορρίπτει την ιδέα να καταργηθεί η θέση του διευθυντή και να αντικατασταθεί από έναν αντιπρόσωπο του συλλόγου διδασκόντων ο οποίος σύλλογος θα έχει την ευθύνη της διεύθυνσης του σχολείου. Το επιχείρημα του γι’ αυτό είναι πως το δοκιμάσανε στη Ρωσία από το 1917 ως το 1922 και παρατηρήσανε «ποσοτική και ποιοτική πτώση στην παιδαγωγική και διδακτική εργασία του σχολείου» (ό.π.517). Η σοσιαλιστική παιδαγωγική δε δέχεται πως υπάρχουν μαθητές ξεχωριστών ικανοτήτων, απορρίπτει το σύστημα Μανχάιμ του Σίκιγκερ. Η όποια υστέρηση των παιδιών οφείλεται είτε σε πνευματική υστέρηση είτε σε μακρόχρονη διακοπή φοίτησης λόγω ασθένειας. Εφόσον, δηλαδή, βοηθηθούν από τους ίδιους τους δασκάλους του σχολείου και όχι σε ιδιαίτερα μαθήματα, θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν άνετα τη διδασκαλία. Επίσης, ενώ δέχεται την επανεξέταση των μαθητών τον Σεπτέμβριο, δεν δέχεται την απόρριψη τους και το να επαναλάβουν εκ νέου την ίδια τάξη. Αν χρειαστεί αυτό, σημαίνει πως ο μαθητής έχει κάποιο οργανικό πρόβλημα (ό.π.523-526).
Η σοσιαλιστική παιδαγωγική του Παπαμαύρου πρωτοπορεί και στο ζήτημα της Συνεκπαίδευσης των δύο φίλων. Υποστηρίζει την από κοινού εκπαίδευση αγοριών και κοριτσιών για ηθικούς, ψυχολογικούς, φυσιολογικούς μα κυρίως για κοινωνικούς λόγους. Η πείρα του στα Εξοχικά Παιδαγωγεία και στις Σχολικές Κοινότητες της Γερμανίας, καθώς και στο πρότυπο Μαράσλειο Διδασκαλείο Αθηνών και στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας του επιτρέπει να γνωρίζει ότι ποτέ δεν παρουσιάστηκε ηθικό κρούσμα. Αναγνωρίζει τις διαφορές στη φυσιολογία των δύο φύλων, ωστόσο, δεν τις θεωρεί απαγορευτικές για την συνεκπαίδευση τους και ότι η από κοινού εργασία τους αναπτύσσει μεταξύ τους αισθήματα οικειότητας και φιλίας. Ο βασικός, όμως, λόγος για τον οποίο υποστηρίζει σθεναρά την συνεκπαίδευση των δύο φύλων εδράζεται στη σοσιαλιστική αντίληψη για τη θέση της γυναίκας στον κοινωνικό καταμερισμό. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την αστική άποψη που θέλει τη γυναίκα μακριά από την εργασία, η σοσιαλιστική την θέλει ενεργό μέλος της εργασίας και κατά συνέπεια, της κοινωνίας σε όλες της τις εκφάνσεις. Τη θέλει μέσα στο σχολείο, ως μέρος της κοινωνίας, μαζί με το άλλο φύλο (ό.π.528-531).

Ο παιδαγωγός
Χρεώνει στο αστικό κράτος πως σκόπιμα διατηρεί σε κακή κοινωνικά, οικονομικά και επιστημονικά κατάσταση το επάγγελμα του δασκάλου της Α΄/θμιας εκπαίδευσης, γιατί στην πράξη αδιαφορεί για τα παιδιά του λαού. Την αντιπαραβάλλει με τους καθηγητές της Μέσης οι οποίοι βρίσκονται σε καλύτερη θέση απλώς και μόνο επειδή οι μαθητές τους είναι παιδιά πλούσιων κοινωνικά στρωμάτων. Από την άλλη μεριά, τονίζει πως το σοσιαλιστικό κράτος τιμά και αναγνωρίζει το επάγγελμα του δασκάλου γιατί ο παιδαγωγός προετοιμάζει τους ανθρώπους που θα δημιουργήσουν την κοινωνία αυτή. Σε κάθε περίπτωση, τονίζει με έμφαση πως οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να έχουν συνείδηση του έργου τους και να μην το υποβιβάζουν σε μια σχολαστική και μηχανιστική ενέργεια (ό.π.546-548). Σε σχέση με τη μόρφωση του δασκάλου, Μέσης και Δημοτικής, τονίζει πως πρέπει να είναι και επιστημονική και παιδαγωγική. Το πλαίσιο της επιστήμης του δεν πρέπει να αφορά μόνο το εύρος μιας επιστήμης, αλλά να απλώνεται στα βασικά προβλήματα των κυριότερων επιστημών. Η παιδαγωγική τους μόρφωση συνίσταται στο να κινούνται ελεύθερα στα ζητήματα της παιδαγωγικής επιστήμης και όχι απλώς στο να μπορούν να διδάσκουν. Οπωσδήποτε πρέπει να προσεγγίζουν την παιδαγωγική επιστήμη μέσα από την μαρξιστική – λενινιστική θεωρία του διαλεκτικού υλισμού. Το σπουδαιότερο ζήτημα για τον δάσκαλο είναι να παίρνει το υλικό από τις διάφορες επιστήμες και να το μετατρέπει σε παιδαγωγικό αγαθό και ως τέτοιο να το αξιοποιεί. Γιατί ο δάσκαλος δεν μεταδίδει εξωτερικές αξίες παρά δημιουργεί παιδαγωγικές αξίες (ό.π.548-550).
Εδώ τονίζεται και ο ρόλος της προσωπικότητας του δασκάλου στα ζητήματα της διαπαιδαγώγησης των παιδιών Μόνο ένας χαρακτήρας μπορεί να μορφώσει έναν άλλο χαρακτήρα. Ωστόσο, για να πετύχει την μόρφωση θα πρέπει ο δάσκαλος να γνωρίζει πολύ καλά την ατομικότητα του μαθητή. Σ’ αυτό το σημείο κρίνει σκόπιμο ο συγγραφέας να διευκρινίσει για την ατομικότητα τα εξής. Και οι αστοί παιδαγωγοί ενδιαφέρονται καίρια για το θέμα αυτό. Η διαφορά είναι ότι βλέπουν την ατομικότητα ως αυτοσκοπό. Υπάρχει, ισχυρίζονται, ένα προδιαγεγραμμένο δυναμικό (είτε με βάση την κληρονομικότητα είτε με βάση την κοινωνική και οικονομική αφετηρία) και ο μαθητής μορφώνεται και γίνεται αυτό που είναι προορισμένος να γίνει. Πέρα από την ατομικότητα η αγωγή δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Τα όρια της βρίσκονται περίπου στα όρια της ατομικότητας. Αυτό συμβαίνει γιατί μορφώνει άτομα. Αντίθετα, η σοσιαλιστική παιδαγωγική, όπως την θεωρεί ο Παπαμαύρος, ενδιαφέρεται εξίσου για την ατομικότητα αλλά όχι ως σκοπό παρά ως αφετηρία που τέρμα της έχει την κοινωνία. Μορφώνει όχι άτομα αλλά μέλη μιας κοινωνίας. Και τα μορφώνει μέσα και διαμέσου της κοινωνίας. Ο σκοπός της είναι ότι τα μορφώνει για την κοινωνία αυτή. Η αστική παιδαγωγική αρνείται τη δύναμη της αγωγής. Η άποψη του Παπαμαύρου είναι ότι η αγωγή μπορεί να κάνει τα πάντα (ό.π.551-555).

Ο μαθητής παράγοντας της αγωγής
Ο Παπαμαύρος σχολιάζει αρνητικά το γεγονός πως ως την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο του η βελτίωση της παιδείας της νέας γενιάς αναφερόταν αποκλειστικά στη ζωή των παιδιών μέσα στο σχολείο είτε στη διδασκαλία είτε στον υπόλοιπο σχολικό χρόνο. Αναγνωρίζει από την αρχή τον μαθητή ως ισότιμο παράγοντα, δίπλα στο δάσκαλο, στο έργο της αγωγής. Θεωρεί πως έχει τον πρώτο λόγο σε μια λειτουργία που τον αφορά άμεσα. Ειδικά στη Μέση εκπαίδευση, ο μαθητής έχει το δικαίωμα να έχει λόγο σε ζητήματα διδασκαλίας και ωρολόγιου προγράμματος. Ακόμα, προτείνει οι μαθητές να παίρνουν μέρος σε συνεδριάσεις των συλλόγων διδασκόντων για ζητήματα που τους αφορούν. Όπως αναφέρει ο ίδιος «Δώστε στο παιδί τα δικαιώματα που του ανήκουν σαν παράγοντας της αγωγής που είναι…Αφήστε το να νιώσει τα δικαιώματα του και τις υποχρεώσεις του σαν πολίτης της αυριανής κοινωνίας» (ό.π.564-566).

Η οργάνωση της νεολαίας και η αγωγή
Ο Παπαμαύρος κρίνει ιδιαίτερα σημαντικό το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η νεολαία στην πορεία προς και κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Προτείνει στις δημοκρατικές νεολαίες όλων των πολιτικών κομμάτων να ενωθούν σε μια πανελλήνια οργάνωση νέων η οποία θα ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας και θα αναλάβει μέρος της λύσης των προβλημάτων που απασχολούν το λαό. Μέσα στο σχολείο θα συμβάλει στη επιστημονική και ηθική, μόρφωση των μαθητών βοηθώντας τους αδύναμους, εμπλουτίζοντας το σχολείο με κατάλληλα βιβλία, οργανώνοντας πολιτιστικές εκδηλώσεις. Αλλά και έξω από το σχολείο, προτείνει να συμβάλει στην εξάλειψη του αναλφαβητισμού του λαού. Επίσης, θεωρεί καθήκον της Νεολαίας να διαφωτίζει τους νέους με συζητήσεις, παραστάσεις, έντυπα και κινηματογραφικές προβολές για διάφορα ζητήματα που τους απασχολούν και τους κατατρέχουν, όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ, τα τυχερά παιχνίδια και για όλες τις «κακές» πράξεις που οδηγούν στην εγκληματικότητα. Πρέπει, ακόμη, να αγωνιστεί η Νεολαία ενάντια στις θρησκευτικές προκαταλήψεις και στις διακρίσεις των δύο φύλων. Τονίζει με σαφήνεια ο Παπαμαύρος πως η Νεολαία μπορεί να γίνει ο σοβαρότερος παράγοντας για τη δημιουργία της σοσιαλιστικής κοινωνίας (ό.π.575-585).

Συμπεράσματα
Ο Μ. Παπαμαύρος αποτελεί μια εμβληματική προσωπικότητα στο χώρο της παιδαγωγικής επιστήμης, την οποία όμως τα κοινωνικό-πολιτικά δεδομένα που επικράτησαν στη χώρα μας μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου σκέπασαν ή αγνόησαν την αξία του παιδαγωγικού αλλά και του κοινωνικού του έργου. Η σιωπή για πολλές δεκαετίες γύρω από το έργο του αποτέλεσε το «αντίδωρο» για την πορεία που ακολούθησε η εκπαιδευτική, παιδαγωγική, αλλά και κοινωνική του δράση.
Το κομβικό σημείο αυτής της πορείας εκφράζεται με την μετάβαση της σκέψης, αλλά και της δράσης του από την αστική στην σοσιαλιστική-μαρξιστική παιδαγωγική, μιας μετάβασης στη σκέψη ενός ανθρώπου αγνού και φωτισμένου που γνώρισε από κοντά την κοινωνική και εθνική πάλη του λαού του απέναντι σε κάθε σκλαβιά, σωματική και πνευματική.
Ο Μ. Παπαμαύρος ξεχωρίζει για την κριτική και βαθιά σκέψη του, η οποία τον βοήθα να περάσει από τον κλειστό και ιδεοκρατικό χαρακτήρα της ερβαρτιανής παιδαγωγικής αντίληψης της εποχής των σπουδών του και των πρώτων χρόνων της παιδαγωγικής του δράσης, στις παιδοκεντρικές αντιλήψεις της Μεταρρυθμιστικής Αγωγής και ιδιαίτερα των αρχών του Σχολείου Εργασίας και να καταλήξει με φυσικό περίπου τρόπο στη σοσιαλιστική παιδαγωγική.
Δραστήριο μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου ακολουθεί κατά την διάλυση του τον Αλ. Δελμούζο, που εκφράζει μια πιο έντονα αστική αντίληψη για το ρόλο της εκπαίδευσης σε σχέση με το Δ. Γληνό. Ωστόσο λίγο μετά η εμπειρία του από την παιδαγωγική προσπάθεια στα βουνά της ελεύθερης Ελλάδας και τον πολιτικό «συγχρωτισμό» του στις φυλακές με τους γνήσιους, λαϊκούς αγωνιστές της Δημοκρατίας συνειδητοποιεί πώς είναι αδύνατο να ευδοκιμήσει μια εκπαιδευτική και παιδαγωγική μεταρρυθμιστική προσπάθεια, που στηρίζεται στην αστική ιδεολογία, αφού ο στόχος της είναι η ανάδειξη του ατόμου, ο ταξικός διαχωρισμός και όχι η κοινωνική προοπτική και η συλλογικότητα.
Η μεγάλη ιδεολογική του στροφή εκφράζεται με την υιοθέτηση της θεωρίας του διαλεκτικού υλισμού, την οποία θεωρεί ως τη μόνη επιστημονικά τεκμηριωμένη για να αποτελέσει την ιδεολογική πλατφόρμα μιας σωστής κοινωνικής και εκπαιδευτικής αναμόρφωσης. Υποστηρίζει την κοινωνική προοπτική μέσα από την οποία το άτομο αποκτά την προσωπική του υπόσταση υιοθετώντας τα μορφωτικά αγαθά του περιβάλλοντος.
Έκφραση του αποστάγματος της επιστημονικής του πορείας αποτελεί το σύγγραμμα του «Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής». Εδώ αποτυπώνεται η σοσιαλιστική, παιδαγωγική σκέψη του Μ. Παπαμαύρου απέναντι στην φιλελεύθερη παιδαγωγική σκέψη και παρουσιάζεται ένα όραμα για μια αταξική σοσιαλιστική κοινωνία προσώπων και όχι ατόμων.


Κ. Πιπεράς-Γ. Χατζηπαύλου

[1]Θα δεχθεί τον πόνο του χαμού της γυναίκας του και του παιδιού του την εποχή της κατοχής, ενώ και ο ίδιος θα γνωρίσει διώξεις και εξορίες. Βλπ. Σακελλαρίου, Χ. Μιχάλης Παπαμαύρος. Η ζωή-Οι διώξεις-Το έργο του. Αθήνα: Gutenberg, 1985
[2]Θεοφάνης Δ. Χατζηστεφανίδης. Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης (1821-1986). Αθήνα: Παπαδήμας, 1986, σελ. 209.
[3]Η ιδιαίτερη πατρίδα του είναι η Βολισσός της Χίου και ως ημερομηνία γέννησης του έχει καταγραφεί η 20η Απριλίου 1891. Παιδί αγροτικής οικογένειας ο Μ. Παπαμαύρος γεννιέται στη σκλαβιά (η Χίος ενσωματώνεται στον ελληνικό κορμό το 1913 με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου) και η προσδοκία της απελευθέρωσης της ιδιαίτερης πατρίδας του γίνεται κίνητρο για την αποτίναξη κάθε είδους σκλαβιάς. Μαθητής με ιδιαίτερες επιδόσεις καταφέρνει τελειώνοντας το Γυμνάσιο της Χίου να κερδίσει την υποτροφία του Πρώιου κληροδοτήματος και επιλέγει να σπουδάσει Παιδαγωγική στη Γερμανία. Μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα στην Αθήνα για την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας και η συμμετοχή του στους Βαλκανικούς πολέμους. Διδάσκει για λίγο στη Βολισσό και στα μέσα του 1913 φεύγει για την Γερμανία. Με τα χρήματα του κληροδοτήματος εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή της Ιένας και παρακολουθεί το παιδαγωγικό σεμινάριο της Παιδαγωγικής Σχολής του ίδιου πανεπιστημίου που αποτελεί την κολυμπήθρα του ερβαρτιανισμού. Βλπ. Θεοφάνης,Δ. Χατζηστεφανίδης. Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης (1821-1986). Αθήνα: Παπαδήμας, 1986, σελ. 210-211. και  Σακελλαρίου, Χ. Μιχάλης Παπαμαύρος. Η ζωή-Οι διώξεις-Το έργο του. Αθήνα: Gutenberg, 1985, σελ. 15-21.
[4]Βερέμης, Β. και Κρεμμυδάς, Β. Ο σύγχρονος κόσμος. Αθήνα: «Γνώση», 1985
[5] Reble, Α. Ιστορία της παιδαγωγικής. Αθήνα: Παπαδήμα, 1992, σελ.420-422.
[6]Ηλιάδη Κ.Α. Παιδαγωγική. Το σχολείο εργασίας: Φιλοσοφία, στόχοι και επιδράσεις. Τρίκαλα: Βογιατζόγλου, 2003, σελ. 22-23.
[7]Reble Α. Ιστορία της παιδαγωγικής. Αθήνα: Παπαδήμα, 1992, σελ.423.
[8] Ό.π, σελ.425.
[9]Brubacher J.S. Τζων Ντιούι στο Οι μεγάλοι παιδαγωγοί. Από τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη ως τον Τζων Ντιούι και τη Μαρία Μοντεσσόρι. Αθήνα: Γλάρος, 1983, σελ. 341-360.
[10]Θεοδωρίδης Χ. Εισαγωγή στη φιλοσοφία. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 1997,σελ151-153.

[11]Κάστικας Χ. και Θεριανός Κ. Ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι το 2004. Αθήνα: Σαββάλας, 2004, σελ.105.
[12] Ό.π. σελ. 97.
[13]«Τα παλιά φεουδαρχικά σχήματα επιβιώνουν στην περιοχή της Αγωγής με ιδέες όπως του Wilhelm Rein , που αποτελούν απεγνωσμένες απόπειρες να συμβιβαστεί το καθαρά νοησιαρχικό σχολείο του Έρβαρτου με τη νέα πραγματικότητα που εκφράζεται με την άνοδο της αστικής τάξης και του καπιταλισμού.» Βλπ. Σακελλαρίου, Χ. Μιχάλης Παπαμαύρος. Η ζωή-Οι διώξεις-Το έργο του. Αθήνα: Gutenberg, 1985, 22. Ο Έρβαρτος είναι ο πρώτος που παρουσίασε ένα σύστημα παιδαγωγικής με αρχή και τέλος, επεξεργασμένο στις λεπτομέρειές του. Ορίζει όχι μόνο τη βάση της διδασκαλίας αλλά ορίζει και το τέρμα της, το σκοπό της. Η ερβαρτιανή διδασκαλία είναι ένα εξωτερικά, ωραίο οικοδόμημα που εξαρτάται από τη φιλοσοφική της βάση. Η ηθική πάνω στην οποία ο Έρβαρτος στηρίζει την παιδαγωγική είναι οι πέντε έννοιες- ιδέες, η δικαιοσύνη, η ανταπόδοση, η αγάπη, η τελειότητα και η εσωτερική ελευθερία, όπως εκφράζονται στην ηθική φιλοσοφική θεμελίωση του Kant. Οι ηθικές αυτές αρχές, επιβάλλονται στη ζωή απ’ έξω a priori και γίνονται προστάγματα που ο άνθρωπος υποχρεώνεται να ακολουθήσει αναντίρρητα. Η ‘’ερβαρτιανή’’ ηθική με τον τρόπο αυτό παρουσιάζει ένα ιδεαλιστικό κατασκεύασμα ξένο προς την πραγματικότητα και άχρηστο για την παιδαγωγική. Για τον Έρβαρτο σκοπός της αγωγής είναι η μόρφωση ηθικού χαρακτήρα και θεωρεί πως αγωγή δεν υπάρχει χωρίς διδασκαλία. Η διδασκαλία ενισχύει τη βούληση κάνοντάς τη να θέλει να πράξει το ηθικό. Για τον Έρβαρτο η βούληση δεν λογίζεται ως αυτόνομο στοιχείο της ψυχικής ζωής αλλά δευτερεύοντας παράγοντας της νόησης, η οποία και την προσδιορίζει. Δεν υπάρχει ελεύθερη-ανεξάρτητη βούληση αλλά διαμορφώνεται από τον παραστατικό και εμπειρικό κύκλο του ανθρώπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα πάντα με τον Έρβαρτο, δεν μπορούμε να επηρεάσουμε τη βούληση άμεσα, αλλά έμμεσα μέσω της νόησης, εμπλουτίζοντας τη νόηση του παιδιού με τις παραστάσεις που εμείς θέλουμε. Το ερβαρτιανό σύστημα αγωγής είναι καθαρά ατομιστικό και δεν παιδαγωγεί άτομα για την κοινωνία. Ο μαθητής κατέχει τη γνώση μόνο για τον εαυτό του χωρίς να συμμετέχει στην έκφραση του ομαδικού πνεύματος. Βλπ. Ό.π. σελ. 219-221.  & Γιώργος ,Γρόλλιος. Η παιδαγωγική του Herbart στο Διδακτικά μοντέλα-μέθοδοι και οργάνωση διδασκαλίας. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ, Π.Τ.Δ.Ε, ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ «ΔΗΜ. ΓΛΗΝΟΣ», 2010.
[14]Σακελλαρίου, Χ. Μιχάλης Παπαμαύρος. Η ζωή-Οι διώξεις-Το έργο του. Αθήνα: Gutenberg, 1985, σελ. 25.
[15] Ό.π. σελ. 25-30.
[16] Οι προτάσεις για την ανανέωση της σχολικής αγωγής εκφράζονται από το Κίνημα της Νεολαίας που ‘’επιβάλλει’’ την ιδέα της αυτοαγωγής των νέων και την ανάδειξη της σπουδαιότητας της κοινότητας της ομάδας, το Κίνημα της Καλλιτεχνικής Αγωγής, το Σχολείο Εργασίας, Τα Εξοχικά Παιδαγωγεία του H. Lietz και η Παιδοκεντρική Παιδαγωγική. Βλπ. Σωτηρία, Μαρτίνου-Κανάκη. Το κίνημα της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής και η επίδραση του στο παιδαγωγικό έργο του Μιχάλη Παπαμαύρου. Αθήνα: Gutenberg, 2009, σελ. 24-50.
[17] Υποστηρίζει ότι ο δρόμος για το σχολείο ήταν μια via dolorosa(οδός δακρύων). Τονίζει επίσης πως οι νόμοι ανάπτυξης του παιδιού συνδέονται με την αυτενέργεια και την αυτοαγωγή του. Βλπ. Ό.π. σελ. 56.
[18]Ο Otto είναι ο εισηγητής της Ενιαίας Συγκεντρωτικής Διδασκαλίας και επηρεασμένος από το Rousseau θεωρεί τη μάθηση ως ‘’εσωτερική πνευματική ανάπτυξη’’. Στιγματίζει το παραδοσιακό σχολείο που θεωρεί το πνεύμα ως δοχείο που πρέπει να γεμίσει με αξιόλογο περιεχόμενο ακόμα και με τη βία. Για τον Otto η μόρφωση ολοκληρώνεται μόνο στην πνευματική επικοινωνία με τους άλλους μέσω του διαλόγου. Είναι κριτικός απέναντι στο δεσμευτικό αναλυτικό πρόγραμμα και θέλει να έχει ο δάσκαλος την απόλυτη ευθύνη. Θεμέλιο της διδασκαλίας πρέπει να’ ναι το ενδιαφέρον των μαθητών και η Ενιαία Συγκεντρωτική Διδασκαλία, δίχως χωριστά μαθήματα. Ό.π. σελ.58-60.
[19] Ό.π. σελ.71.
[20] Κάθε πολιτιστικό αγαθό έχει τη δική του πνευματική δομή και απαιτεί μια ανάλογη μέθοδο κατά τη μορφωτική διαδικασία. Μόρφωση έχουμε, όταν η δομή του πολιτιστικού αγαθού και η εσωτερική δομή του παιδαγωγούμενου μοιάζουν μεταξύ τους και συναντιούνται. Στο πλαίσιο αυτό καθήκον του παιδαγωγού είναι να βοηθήσει να επιτευχθεί η εσωτερική συνάντηση-σχέση του παιδιού με τα πολιτιστικά αγαθά και να αφυπνίσει την συνείδηση των αξιών. Η μετάδοση των ηθικών αξιών δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά οι αξίες γίνονται κινητήριες δυνάμεις που ωθούν τα άτομα στην επιδίωξη-επίτευξη υψηλών σκοπών για του ίδιους αλλά και το κοινωνικό σύνολο που ανήκουν. Βλπ. Ό. π. σελ. 72-73.
[21] Ό.π. σελ 80-84.
[22] Η πρώτη προσπάθεια για την εφαρμογή των παιδαγωγικών αρχών του Σχολείου Εργασίας και της δημοτικής ως γλώσσας της δημοτικής εκπαίδευσης επιχειρείται το 1908 από τον Αλ. Δελμούζο στο Παρθεναγωγείο του Βόλου.
[23] Και οι τρεις συνιστώσες επικαλούνται τις αρχές του Σχολείου Εργασίας αλλά πραγματώνουν με διαφορετικό τρόπο τις αρχές του. Ο Ν. Εξαρχόπουλος υιοθετεί από το Σχολείο Εργασίας τις αρχές της μεθόδου διδασκαλίας, ενώ ουσιαστικά εξακολουθεί να αποδέχεται τη διδακτική πορεία των σταδίων και τις περισσότερες από τις νεοερβαρτιανές απόψεις του δασκάλου του, w. Rein, δηλαδή την πρόσκτηση πλούσιων και πολυμερών γνώσεων, την έγερση διαρκούς ενδιαφέροντος και τη διαμόρφωση άρτιας και ηθικής βούλησης. Ο Εξαρχόπουλος αποδεικνύεται ένας συνεπής ιδεαλιστής παιδαγωγός, εκφραστής συντηρητικών απόψεων και υποστηρικτής της καθαρεύουσας και των κλασσικών σπουδών. Ο Αλ. Δελμούζος και ο Δ. Γληνός επηρεασμένοι από τον Kerschensteiner υποστηρίζουν ότι η μόρφωση είναι ως γεγονός απόλυτα προσωπική και εκφράζουν το σεβασμό στην ατομικότητα του παιδιού και τα ενδιαφέροντά του. Κέντρο της διδασκαλίας δεν αποτελεί πλέον ο δάσκαλος, αλλά ο μαθητής. Στόχος του σχολείου για το Δελμούζο είναι η διάπλαση του παιδιού σε αυτόνομη, «αυθυπεύθυνη», προσωπικότητα, μέσα από την εργασία σε ομάδες και την οργάνωση της σχολικής κοινότητας. Ο Δ. Γληνός μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1927 διαφοροποιείται και υποστηρίζει: «η εισαγωγή των μεθόδων του σχολείου εργασίας, αίτημα που διατυπώνουν και οι καθαρευουσιάνοι παιδαγωγοί, δε φτάνει, κι αν ακόμα είναι συνδυασμένη με τη γλωσσική μεταρρύθμιση, για να δώσει ουσιαστικό χαρακτήρα στη λαϊκή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση». Ο Δ. Γληνός και οι σοσιαλιστές δημοτικιστές θα συνδέσουν την πραγματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με την κοινωνία και την ταξική πάλη. Γι’ αυτούς το ιδανικό της σωστής παιδείας μόνο σε μια σοσιαλιστικά οργανωμένη κοινωνία μπορεί να πραγματωθεί. Βλπ. Σωτηρία, Μαρτίνου-Κανάκη. Το κίνημα της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής και η επίδραση του στο παιδαγωγικό έργο του Μιχάλη Παπαμαύρου. Αθήνα: Gutenberg, 2009, σελ. 25-28.
[24] Οι διαφωνίες του Δ. Γληνού και του Αλ. Δελμούζου αφορούν κυρίως στη σχέση της εκπαίδευσης με τους κοινωνικούς αγώνες και το ζήτημα της εθνικής και θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης στην εκπαίδευση. Ο Δ. Γληνός υποστηρίζει πως η θρησκεία είναι ζήτημα συνείδησης και καμιά γενική και αναγκαστική λύση δεν είναι ανεκτή. Πίστευε μετά το 1920 ότι εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από την αστική τάξη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Ο Αλέξανδρος Δελμούζος θεωρεί βασική υποχρέωση της εκπαίδευσης τόσο τη συνειδητή εθνική μόρφωση με βάση την αυτοσυντήρηση του εθνικού συνόλου, αλλά και την καλλιέργεια του θρησκευτικού συναισθήματος. Βλπ. Ό.π. σελ. 110.
[25] Διατυπώθηκαν μια σειρά από καταγγελίες για αντεθνικές και αντιθρησκευτικές απόψεις των διδασκόντων στο Μαράσλειο, κενές περιεχομένου μια και το υπόβαθρο της στόχευσης ήταν η γλωσσική διαμάχη δημοτικής και καθαρεύουσας. Βλπ. Ό.π. σελ. 100. & Σακελλαρίου, Χ. Μιχάλης Παπαμαύρος. Η ζωή-Οι διώξεις-Το έργο του. Αθήνα: Gutenberg, 1985.
[26] Βλπ. Ό.π.
[27] Βλπ. Σακελλαρίου, Χ. Μιχάλης Παπαμαύρος. Η ζωή-Οι διώξεις-Το έργο του. Αθήνα: Gutenberg, 1985, σελ. 219-221. & Σωτηρία, Μαρτίνου-Κανάκη. Το κίνημα της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής και η επίδραση του στο παιδαγωγικό έργο του Μιχάλη Παπαμαύρου. Αθήνα: Gutenberg, 2009, σελ. 113-114.


[28] Ό.π.σελ.116-118.
[29] Το Σχολείο Εργασίας στηρίζεται στη θέληση ως ελεύθερη ενέργεια του πνεύματος σε αντίθεση με τον Έρβαρτο που στηρίζεται στη σκέψη. Εκτιμά το αποτέλεσμα των πράξεων όχι από το ποσό των γνώσεων, αλλά από το ποσό της ενέργειας που κατέβαλε το παιδί για να βρει μόνο του τις γνώσεις. (Η αρχή της Μεθόδου Εργασίας).Οι μαθητές κάνουν τη διδασκαλία μαζί με το δάσκαλο έχοντας λόγο στη διαμόρφωσή της και όλη η τάξη αναλαμβάνει ομαδικά να λύσει τα προβλήματα που παρουσιάζονται στη διδασκαλία.( Η Αρχή της Συνεργατικής Κοινότητας). Η εργασία για να απαντηθεί ένα ερώτημα χωρίζεται σε τμήματα. Η Αρχή της Ενιαίας Συγκεντρωτικής Διδασκαλίας σε σχέση με τα Αναλυτικά Προγράμματα στηρίζεται στη μορφολογική ψυχολογία. Η ψυχή του ανθρώπου έχει την ιδιότητα να συνθέτει τις εντυπώσεις και να σχηματίζει σύνολα. Έτσι έχουμε συγκέντρωση της ύλης διδασκαλίας γύρω από ορισμένες μεγάλες ενότητες. Κέντρο όμως όλης της εργασία είναι η κατασκευή ενός πρακτικού έργου. Βλπ. Ό.π.σελ.123-124.
[30] Την περίοδο αυτή συγγράφει είτε μόνος του είτε από κοινού με άλλους συγγραφείς μια σειρά από Αναγνωστικά βιβλία για όλες τις τάξεις του δημοτικού σχολείου, βιβλία για τα Φυσικά Μαθήματα, βιβλία Αριθμητικής και βιβλία Γεωμετρίας.
[31] Ακολουθεί τον Αλ. Δελμούζο αφού εκείνη την περίοδο δεν μπορεί να δεχθεί τις απόψεις του Δ. Γληνού για ένα σχολείο χωρίς εθνική και θρησκευτική αγωγή.
[32] Ο Kerschensteiner υποστηρίζει πως τα μορφωτικά αγαθά που θα προσφερθούν στο άτομο, πρέπει να ανταποκρίνονται στη συγκρότηση της ψυχής του. Είναι μια θεώρηση που αποπειράται να ενώσει δύο διαφορετικές παιδαγωγικές κατευθύνσεις, την υποκειμενική, που στηρίζεται στην Πειραματική Ψυχολογία και λογαριάζει μόνο το υποκείμενο της μόρφωσης, το άτομο και βγάζει απ’ αυτό τους σκοπούς και τα ιδανικά τις μόρφωσης χωρίς να λογαριάζει τον πολιτισμό και τα πολιτιστικά αγαθά και στην αντικειμενική, που στηρίζεται στη φιλοσοφία του πολιτισμού, χωρίς να υπολογίζει το υποκείμενο που πρέπει να μορφωθεί. Η ένωση βέβαια των δύο τάσεων που επιχειρείται είναι καθαρά θεωρητική. Βλπ.  Σακελλαρίου, Χ. Μιχάλης Παπαμαύρος. Η ζωή-Οι διώξεις-Το έργο του. Αθήνα: Gutenberg, 1985, σελ. 224-225.
[33] Ο Dewey θεωρεί το ενδιαφέρον ως ενστικτώδη κίνηση που δεν χρειάζεται εξωτερικά ερεθίσματα και κατά συνέπεια το κέντρο των αναλυτικών προγραμμάτων είναι οι πρακτικές εργασίες των μαθητών. Η παιδαγωγική θεωρία του Dewey είναι κατά τον Μ. Παπαμαύρο, καθυστερημένη και αντιδραστική με φιλοσοφικό της υπόβαθρο τη θεωρία του Πραγματισμού. Κέντρο της η εκτίμηση κάθε θεωρίας από την πρακτική της ωφελιμότητα. Οι νόμοι, οι αρχές, η ηθική, αποκτούν τη χρησιμότητά τους στη ζωή στο ποσοστό της ανταπόκρισής τους στα συναισθήματα και τις κλίσεις του ανθρώπου. Η αγωγή και η διδασκαλία πρέπει να ξεκινούν από την ενδόμυχη ορμή προς δράση που έχει το παιδί(ορμή = εγώ, βούληση, συναίσθημα, διανόηση). Σύμφωνα με τον Πραγματισμό πρέπει να παίρνουμε τα πράγματα, όχι στατικά, αλλά εξελικτικά, χωρίς να προσδιορίζει όμως ποιο είναι το κίνητρο της εξέλιξης. Δε λέει με ποιο τρόπο οι Νόμοι, η Ηθική, η Λογική, εξελίσσονται ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του λαού. Παραλείπει λοιπόν ο Πραγματισμός να τονίσει την καθοριστική δύναμη της υλικής ζωής για τη δημιουργία του ηθικού και πνευματικού εποικοδομήματος του κάθε λαού. Ο Dewey ξεκινά από τις τάσεις και τα συναισθήματα του παιδιού που ζητούν να αυτοπραγματωθούν και επικρίνει τις παιδαγωγικές αρχές της εποχής του, που δίνονται απ’ έξω με τρόπο αυθαίρετο και καταναγκαστικό. Δέχεται τις αρχές που βγαίνουν απ’ το παιδί, απ’ τα συναισθήματά του ή απ’ τα γούστα και τις ιδιοτροπίες του. Απέναντι σ’ αυτέ τις αντιλήψεις στέκεται ο Μ. Παπαμαύρος, ο οποίος σταδιακά θα εγκαταλείψει τη λογική των αστικών παιδαγωγικών συστημάτων, τα οποία αντιλαμβάνεται πως είναι ιδεαλιστικά, μεταφυσικά, ατομικιστικά και προορισμένα να αναπαράγουν μια ταξική κοινωνία. Βλπ. Ό.π. σελ. 226-231.  
[34]Αναγνωστικό Ε΄και ΣΤ΄τάξης Ελεύθερη Ελλάδα
[35] Για το Μ. Παπαμαύρο ο Δημοτικισμός στην Ελλάδα είναι η ομαδικά αυθόρμητη έκφραση της νεοελληνικής ψυχής. Βγαίνει απ’ την ψυχή του λαού. Ο καθαρευουσιανισμός είναι το δημιούργημα μερικών κεφαλιών. Δεν εκφράζει τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας. Κυρίαρχη θέση στην ιδεολογία του έχει ο λαός, όχι ως αφηρημένη έννοια, αλλά η απτή της καθημερινότητα. Απ’ εδώ προκύπτει και η έννοια του λαϊκού σχολείου  Βλπ. Ό.π. ελ.236.
[36] Ό.π. σελ.232.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου